Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Bad Company: “Live in Albuquerque 1976”


Οι θρυλικοί Βρετανοί BAD COMPANY αποτελούν για τους περισσότερους από εμάς τον απόλυτο ορισμό τι εννοούμε παραδοσιακό hard rock που αποτελείτο από έμπειρους και πετυχημένους μουσικούς με προυπηρεσία σε σπουδαία γκρουπ όπως οι Free, οι King Crimsonκαι οι Mott the Hoople.
Η μπάντα μεγαλούργησε κυρίως στα ’70s με τα πρώτα τρία άλμπουμ τους, τα οποία θεωρούνται κλασσικά ενώ επανήλθαν τα μέσα της δεκαετίας του ‘80s δριμύτεροι κυκλοφορόντας μερικά αξιοπρεπή άλμπουμ χωρίς τον Paul Rodgers στο μικρόφωνο. Τα τελευταία χρόνια οι Bad Company περιοδεύουν ανά καιρούς με μεγάλο απόντα τον μπασίστα  Boz Burrell που έφυγε από την ζωή το Σεπτέμβριο του 2006.
Ερχόμενοι τώρα στο “Live in Albuquerque 1976” βρίσκουμε ένα εξαιρετικό best of με ζωντανές ηχογραφήσεις της μπάντας, με συνθέσεις που έμειναν στην ιστορία. Βασικός υπαίτιος που βγήκε στο φως της δημοσιότητας  η συγκεκριμένη κυκλοφορία είναι η επιμονή του κιθαρίστα Mick Ralphs αφού ο ίδιος χάριν στο μεράκι του κατάφερε και σώθηκαν οι εν λόγω ηχογραφήσεις ενώ παράλληλα ο ίδιος από το προσωπικό του αρχείο εμπλούτισε με δικές του φωτογραφίες το εικαστικό κομμάτι του άλμπουμ.



ΤοLive in Albuquerque έχει μία περιπετειώδη διαδρομή ώσπου να κυκλοφορήσει διότι με την κυκλοφορία του τρίτου άλμπουμ της μπάντας “Run with the Pack” αποφασίζουν να βγάλουν λίγους μήνες αργότερα στην αγορά το συγκεκριμένο live δίσκο αλλά τον αποσύρουν αμέσως λόγω νομικών ζητημάτων που υπήρξαν με τα πνευματικά δικαιώματα.
Ευτυχώς το “Live in Albuquerque 1976” κυκλοφόρησε επίσημα τριάντα χρόνια μετά  (τον Αύγουστο του 2006) με πλούσιο booklet και οι χιλιάδες φίλοι της μπάντας έχουν την χαρά να απολαύσουν έναν από τους πιο συναρπαστικούς live rock δίσκους της δεκαετίας του ’70.
Όλη η αυθεντική παλιοπαρέα των Mick Ralphs, Paul Rodgers, Boz Burrell και του Simon Kirke δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και παραδίδουν μαθήματα απλού, ατόφιου αλλά πάνω από όλα ψυχωμένου hard rock χωρίς υπερβολές και φτηνούς εντυπωσιασμούς βάζοντας την δική τους ανεξίτηλη σφραγίδα στο λεγόμενο classic rock ήχο.
Φυσικά στο “Live in Albuquerque 1976” περιλαμβάνονται σχεδόν όλες οι κορυφαίες συνθέσεις της μπάντας με τις παθιασμένες ερμηνείες του Paul Rodgers να κυριαρχούν (αν και σε κάποια σημεία ακούγεται κουρασμένη).
Συνθέσεις όπως τα “Feel Like Makin' Love” και “Rock Steady” ακούγονται ακόμη πιο δυναμικά ενώ το καταιγιστικόDeal With The Preacherείναι η καλύτερη προετοιμασία για το σπαρακτικό “Ready for Love”.
Στο Can't Get Enough γίνεται το σχετικό παιχνίδισμα με τον κόσμο ενώ σπουδαίες στιγμές είναι οι ανατριχιαστικές ερμηνείες σταBad Company”, “Shooting Star” και Simple Manαλλά και στο
"Run with the Pack" τα μελωδικά κιθαριστικά σολαρίσματα του Mick Ralphs είναι πραγματική κατάθεση ψυχής.
Τα πολλά λόγια κουράζουν λέει μία λαική ρήση οπότε για τους Bad Company το μόνο σίγουρο είναι έχουν ριζώσει βαθιά στην καρδιά μας και είναι μία από τις πιο όμορφες μπάντες που έβγαλε η ροκ μουσική και σίγουρα η καλύτερη παρέα μας για όσα χρόνια μας έχει δώσει ο Θεός ακόμη…

Φώτης Μελέτης

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Pearl Jam: “Ten”


Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια μπάντα από το Σιάτλ, η Mother Love Bone και είχε το όνειρο να γίνει διάσημη. Ένα όνειρο που έσκασε σαν σαπουνόφουσκα με τον αναπάντεχο θάνατο του frontmant αυτής, του Andrew Wood, που την πάτησε όπως τόσοι και τόσοι άλλοι χρήστες που πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να ελέγξουν εκείνη τη λίγο παραπάνω δόση (ηρωίνης).

Μετά από τρεις μέρες σε κώμα, αποσυνδέθηκαν τα μηχανήματα που τον κρατούσαν στη ζωή. Κατέληξε στις 19 Μαρτίου του 1990, ενώ ήταν μόλις 24 ετών και μόλις δύο εβδομάδες πριν από την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ του συγκροτήματος, του “Apple” που προοριζόταν να τον κάνει σούπερσταρ. Τα άλλα μέλη της μπάντας, ο Stone Gossard (κιθαρίστας) και ο Jeff Ament (μπασίστας) προσπαθώντας να ξεπεράσουν την αναποδιά που τους έτυχε, δέχτηκαν την προσωρινή λύση που τους πρότεινε ο από μηχανής Θεός», φίλος τους  Chris Cornell (των Soundgarden), να συμμετάσχουν στους Temple of the Dog.
Ενώ γνώριζαν καλά ότι αυτό ήταν μια διέξοδος με ημερομηνία λήξης, αυτό που τους απασχολούσε ήταν πώς θα μπορούσαν να αναμορφώσουν το δικό τους γκρουπ για να το πάνε μερικά βήματα παραπέρα. Ήξεραν πως οι μέρες της funky alternative metal που αντιπροσώπευαν οι Mother Love Bone, είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί και χρειάζονταν άλλα πρόσωπα κι ένα δυναμικό υλικό για να καταφέρουν να προχωρήσουν.

Κάπου εκεί, για καλή τους τύχη, βρέθηκε το «10 το καλό», ο καινούργιος frontman, ένας 24χρονος σέρφερ από το Σαν Ντιέγκο, που σύντομα έμελε να γράψει ιστορία για τον ίδιο και τη μπάντα. Ήταν ο Eddie Vedder που θα συμπλήρωνε το κενό και με το παραπάνω. Και παρέα με τους υπόλοιπους έφτιαξαν με πολύ αγάπη και μεράκι το νέο σχήμα που θα έφερε την ονομασία Pearl Jam”, εγκαταλείποντας την αρχική “Mookie Blaylock” για λόγους πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς επρόκειτο για το όνομα γνωστού μπασκετμπολίστα και σταρ του NBA.
Το νέο αυτό σχήμα επιλέγοντας τις μουσικές του δεν απαρνήθηκε την αρμονία και μελωδία του πλούσιας κλασικής ροκ κληρονομιάς, ούτε προτίμησε να κάνει πανκ επιλογές, όπως οι Nirvana. Αντιθέτως, ενσωμάτωσε γενναιόδωρες δόσεις από την παλιά καλή κλασική ροκ και με τις ουσιαστικές κιθάρες του Stone Gossard, το σκοτεινό μπάσο του Jeff Ament και τους στίχους - θεραπεία του νέου οργισμένου, περισσότερου ανθρώπινου από τα συνηθισμένα ροκ σταρ, frontman Eddie Vedder τέθηκε το πλαίσιο για μια νέας γενιάς μπάντα που προοριζόταν να γεμίζει στάδια και να συνεπαίρνει πλήθη.  

Αμέσως και αυθόρμητα, σήκωσαν μανίκια και χωρίς να χάνουν καθόλου χρόνο επικεντρώθηκαν στο πρώτο τους άλμπουμ που έμελε να αναδειχθεί στο αριστούργημα που θα το χαρακτήριζε ένας πρωτόγνωρος για τα μέχρι τότε δεδομένα ήχος.
 
Ο πρώην ντράμερ των Red Hot Chili Peppers, Jack Irons, (και μετέπειτα ντράμερ των Pearl Jam από το 1994) που απέρριψε τότε τη συμμετοχή του στους Pearl Jam λόγω των υποχρεώσεών του στη μπάντα που συμμετείχε (την “Eleven”) είχε ήδη ετοιμάσει ένα ντέμο με instrumental συνθέσεις που το έδωσε στο φιλαράκι του από το μπάσκετ, τον Vedder. Αυτός το άκουσε, πήγε για σερφ και μετά κάθησε και έγραψε απνευστί τους στίχους. Η έμπνευσή του υ αποτυπώνεται εναργώς στη δήλωσή του: «Ό,τι πίστευα βρίσκεται σ’ αυτήν ακριβώς τη γ@μημένη στιγμή. Και ουσιαστικά γι’ αυτό πρόκειται όλος ο δίσκος». Θέματα όπως η κατάθλιψη, η αυτοκτονία, η μοναξιά και ο φόνος κυριαρχούν στο Ten”, και με κάποιες εξειδικευμένες αναφορές στους άστεγους (Even Flow”) και τις ψυχιατρικές κλινικές ("Why Go"). Όσο για το Jeremy (όπως και το video που το συνοδεύει) βασίζεται σε αληθινή ιστορία γυμνασιόπαιδου που αυτοκτόνησε με όπλο μέσα στην τάξη του κι ενώπιον των υπόλοιπων των συμμαθητών του.
Το ντέμο που ετοίμασε ο Vedder και ταχυδρόμησε στον Ament περιείχε τρία κομμάτια, μέρος μιας μίνι ροκ όπερας με τον τίτλο “Momma-Son”. Ήταν τα Alive, Once και “Footsteps” (το B-side του σίνγκλ Jeremy), που τα συνέδεε μια αλληλουχία αυτοβιογραφικών γεγονότων για ένα νεαρό άντρα του οποίου ο πατέρας πεθαίνει (Alive) και τον διακατέχει η μανία να σκοτώνει (Once) οδηγούμενος τελικά στον ίδιο του τον θάνατο (Footsteps).
Η σκληρή, μεθοδική προετοιμασία τους δεν άργησε να φέρει τη συνεργασία με τη δισκογραφική Epic Records. Πριν ακόμη μπουν στο στούντιο, η πλειοψηφία των κομματιών ήταν έτοιμη. Μόνο τα “Porch”, “Deep”, “Why Go” και “Garden” εκκρεμούσαν ακόμη.

Τον Μάρτιο του 1991, οι Vedder, Gossard, Ament, McCready και ο ντράμερ Dave Krusen ξεκίνησαν τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ στα London Bridge Studios του Σιάτλ, με παραγωγό τον Rick Parashar. Ήταν αποφασισμένοι, συγκεντρωμένοι και προσγειωμένοι αρκετά ώστε να μη πέσουν στις λούμπες του παρελθόντος των MLB. Έχοντας πάρει ένα καλό μάθημα, μόνη λογική διέξοδος φαινόταν να αφήσουν τις υπερβολές, κρατώντας χαμηλό το budget της παραγωγής, δοκιμάζοντας ουσιαστικά μέχρι πού θα μπορούσαν να φτάσουν την πρώτη τους δουλειά. Έως τον Μάιο τα sessions είχαν ολοκληρωθεί χωρίς να έχουν ξεπεράσει τα 25.000 δολάρια (τρεις φορές κάτω από το “Apple”) και ο Krusen (που δεν μπορούσε πλέον ξεκάθαρα να διαχειριστεί το θέμα του με το αλκοόλ) είχε αντικατασταθεί από τον Dave Abbruzzese. Τίποτα όμως δεν έδειχνε ότι είχαν πετύχει και κάτι το ιδιαίτερο, αν και αφιέρωσαν πολύ χρόνο, χρήμα και κυρίως μεράκι μιξάροντας ξανά και ξανά μέχρι να φτάσουν στο αποτέλεσμα.
Στις 27 Αυγούστου του 1991, το Ten πήρε τη θέση του στα δισκάδικα των ΗΠΑ, σε μορφή CD αποκλειστικά, καθώς η Epic δεν διέβλεπε να γίνει χρυσό (αλλά ευτυχώς όχι μόνο διαψεύστηκε, αλλά το είδε να γίνεται 13 φορές πλατινένιο) . Η πρώτη φορά που κυκλοφόρησε σε βινύλιο ήταν στις 22 Νοεμβρίου του 1994, την ίδια μέρα που βγήκε στην αγορά και το τρίτο άλμπουμ των Pearl Jam, το Vitology.


Το πρώτο σίνγκλ του άλμπουμ, το Alive, το οποίο είχε προηγηθεί εύστοχα λίγες εβδομάδες του άλμπουμ προετοιμάζοντας το έδαφος γι’ αυτό που θα επακολουθούσε. Απαλό στο άκουσμά του (χωρίς να μπορεί να κατηγορηθεί για «κοιμισμένο») και μελωδικό, το κιθαρικό σόλο κλέβει έτσι απλά την παράσταση κάνοντας όλο και περισσότερους να πίνουν νερό στο όνομα της μπάντας. Και ο Vedder καταθέτει κάποιους από τους πιο εμπνευσμένους, εύστοχους και ευαίσθητους στίχους του, ως ένα μέσο λύτρωσης από τη φιγούρα του πατριού του που πίστευε ότι ήταν ο πραγματικός πατέρας του: “Tattooed all I see/all that I am/all that I’ll be…” , “I know you’ll be a star/in somebody else’s sky/but why"/but why"- can’t it be mine”.
Το Ten” πάντως συνολικά έδωσε μια γερή mainstream πνοή στο grunge κίνημα, πριν ακόμη κυκλοφορήσει το “Nevermind” των Nirvana (ένα μήνα μετά). Οι alternative ροκάδες μπορούσαν να καυχιούνται ότι ήταν δεν ήταν πια στο περιθώριο, καθώς το μουσικό τους είδος άρχισε να βάζει στέρεα θεμέλια στην καρδιά της μουσικής βιομηχανίας.  Ας μην ξεχνάμε ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή, το grunge κίνημα που επρόκειτο να γίνει τόσο δημοφιλές μέσα στα επόμενα χρόνια, δεν είχε ακόμη πείσει τους περισσότερους. Είχε ως βάση του κυρίως το
ο Σιάτλ, που δεν ήταν ακριβώς και το κέντρο της μουσικής παγκόσμιας κοινότητας. Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποί του είχαν ακόμη πολλά να δείξουν (και να αποδείξουν): Οι Alice in Chains είχαν κάνει το ντεμπούτο τους την προηγούμενη χρονιά με το “Facelift” αλλά ακόμη αντιμετωπίζονταν ως μέταλ μπάντα, οι Nirvana τον επόμενο μήνα θα κατακτούσαν τον κόσμο με το καταλυτικόNevermind”, ενώ το επαναστατικό, τρίτο άλμπουμ των Soundgarden “Badmotorfinger” αναμενόταν τον Οκτώβριο.


Η εμπορική επιτυχία έμοιαζε να είναι εξασφαλισμένη (25.000 αντίτυπα πωλήθηκαν μόλις στην πρώτη εβδομάδα), αλλά η ουσιαστική καταξίωση για το συγκρότημα (και κυρίως τον τραγουδιστή του) ήρθε μέσα από τη live εκτέλεση των κομματιών. Ο Vedder απογείωσε στην κυριολεξία τις συνθέσεις αφήνοντας τη ντροπαλή, ευαίσθητη περσόνα που δεν τολμούσε να κοιτάξει το κοινό του στα μάτια, μοιάζοντας πλέον σε άγριο ζώο που τον συνεπαίρνει η κάθε νότα, ο κάθε στίχος και χάνεται στην κυριολεξία μέσα στη μουσική του. Και το κυριότερο, κατάφερε να περάσει όλη αυτή την αίσθηση και σε όσους τον άκουγαν, συνεπαίρνοντας όλο και περισσότερους φαν και αποκτώντας έτσι μια δημοτικότητα που άγγιζε τα όρια του ειδώλου.

Δυνατό, δραματικό, δυναμικό, το Ten έφερε επιρροές από Led Zeppelin, Who και Jimmi Hendrix, αλλά και από alternative ροκ φιγούρες (βλ. Black Flag, the Stooges, Fugazi), φέροντας και κάποια πανκ στοιχεία, με καίρια κατάληξη τους σκοτεινούς, ποιητικούς στίχους του Vedder.
Το αρχέτυπο για το συγκρότημα, σκοτεινό Once με τα ριφς του Gossard, ένα συνονθύλευμα από σκληρά, ακριβή ντραμς και μια κρύα ατμόσφαιρα να αναδύεται, δείχνει την ταραγμένη διάθεση ενός δημιουργού έτοιμου να φτύσει απροκάλυπτα τα βιώματά του. Και ανοίγει το άλμπουμ δίνοντάς μας το καλύτερο δείγμα της τακτικής που θα ακολουθούσαν οι Pearl Jam από εδώ και στο εξής. Εναρκτήρια τρακς, με «ξεδιάντροπο» χαρακτήρα, χωρίς τον παραμικρό συμβιβασμό. Το συγκεκριμένο κομμάτι (όπως αναφέρθηκε) είναι το δεύτερο μέρος της Momma-son τριλογίας, εξιστορεί την εξέλιξη ενός κακοποιημένου παιδιού σε serial killer επιλέγοντας τα θύματά του ανάμεσα σε πόρνες.  
Τα κομμάτια διαδέχονται το ένα το άλλο, σαν γαϊτανάκι θλιβερών προσωπικών ιστοριών του δημιουργού τους. Και η αλήθεια που κρύβουν ξεχειλίζει και φτάνει στα αυτιά των διψασμένων εφήβων που σίγουρα σε κάποια από αυτές θα αναγνωρίσουν κάτι από τον εαυτό τους. Πέρα λοιπόν από τη βασιμότητα των επιχειρημάτων των κατήγορων του νέου κινήματος που, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και οι σαφώς πιο κλασικοί ροκάδες Pearl Jam (ίσως λίγο άδικα) να εκπροσωπούν, ήταν αυτό που μπόρεσε να διοχετεύσει με τον πλέον εύστοχο τρόπο την αμεσότητα και επιθετικότητα που χαρακτήριζε κατά κόρον τα «πονεμένα» νιάτα των΄90’s, μια σαφής αναγκαία εξέλιξη από τον λυρισμό της μουσικής σκηνής των ΄70’s και της περισσότερο αθώας επαναστατικότητας των ΄80’s.


Έως τον Απρίλιο του 1992 οι Pearl Jam είχαν πείσει και ξεχώριζαν ολοένα και περισσότερο. Το Even Flow” είχε σκαρφαλώσει στη θέση Νο 3 του Mainstream Rock Tracks chart και αποδείχτηκε το χιτ κλειδί στην επιτυχία του συγκροτήματος, παρόλο που προηγήθηκαν άπειρες Την τελειωτική βολή που θα εκτόξευε τη μπάντα στα στρατόσφαιρα της μουσικής σκηνής και θα καθόριζε τη μετέπειτα μουσική πορεία της, έδωσε τον Σεπτέμβριο του 1992 το Jeremy. Με πηγή έμπνευσης την πολύ δυνατή ιστορία ενός 15χρονου μαθητή από το Τέξας (τον Jeremy Wade Delle), που αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια των συμμαθητών και του δασκάλου του, έκανε τη μεγάλη διαφορά για την εποχή του, συμβάλλοντας κατά τα μέγιστα και το γλαφυρό, στοιχειωμένο βίντεο που το συνόδευε (με σκηνοθέτη τον Mark Pellington), που κέρδισε και το MTV βραβείο του καλύτερο βίντεο.
Ο Vedder έδωσε την ερμηνεία του για το κομμάτι δηλώνοντας σε συνέντευξη του στο Rockline: «Η ιδέα προέκυψε από μια μικρής έκτασης, μόλις μίας παραγράφου, είδηση σε εφημερίδα. Κι αυτό είναι το μόνο που θα καταφέρεις σκοτώνοντας τον εαυτό σου. Κάνεις αυτή τη μεγάλη θυσία προσπαθώντας να πάρεις εκδίκηση για όσα σου συμβαίνουν. Και καταλήγεις με μία παράγραφο σε μία εφημερίδα. Είναι το μόνο που θα καταφέρεις. Τίποτα δεν θα αλλάξει.
Η ζωή θα συνεχιστεί κι εσύ θα έχεις φύγει. Η καλύτερη εκδίκηση είναι να ζήσεις και να αποδείξεις την αξία σου. Να είσαι πιο δυνατός από εκείνους που σε πλήγωσαν. Έτσι επιστρέφεις στην τροχιά των πραγμάτων».
 

Στη δίνη της επιτυχίας του δίσκου, οι Pearl Jam πήραν την απόφαση να αφήσουν λίγο τον ντόρο να καταλαγιάσει, για να μπορέσουν να διαχειριστούν ψύχραιμα τη τεράστια δημοτικότητα του άλμπουμ. Αν και η δισκογραφική έβλεπε ότι η επιδραστική, γεμάτη grunge μελαγχολία μπαλάντα Black που ξεδίπλωνε τις μεγάλες φωνητικές ικανότητες του Vedder θα έφερνε μία ακόμη μεγάλη επιτυχία, η μπάντα που ήταν αντίθετη ούτως ή άλλως στη λογική των χιτς, απέτρεψε να «κάψει» το κομμάτι κυκλοφορώντας το ως σίνγκλ ή επενδύοντάς το με ακόμη ένα βίντεο κλιπ για το MTV. Παρόλα αυτά κι αυτό κατάφερε να φτάσει έως τη θέση No 3 του Mainstream Rock Tracks chart και να μιλήσει στις καρδιές πολλών, από το παιδάκι που φοράει ανάποδα το κασκέτο του μπάσκετ και περνά ατελείωτες ώρες κάνοντας σκειτμπόρντ, μέχρι τις ρομαντικές κυρίες που αρέσκονται να επιδίδονται σε καραόκε ασχολίες τα Σαββατοκύριακα.
Ως τέταρτο σινγκλ επιλέχτηκε το Oceans, ένα από τα πιο αγαπημένα του Gossard από το “Ten, χάρις κυρίως στον τρόπο προσέγγισης από τον Vedder, στον οποίο αναγνώρισε τη δυνατότητα να αυτοσχεδιάζει όσο το κομμάτι είναι ακόμη σε εξέλιξη, ακόμη και συλλαμβάνοντας στίχους στη στιγμή, από το πουθενά. Για την ιστορία αναφέρεται ότι στην τελική μίξη του Oceans χρησιμοποιήθηκαν κάποια ασυνήθιστα αντικείμενα για να πετύχουν τον επιθυμητό ήχο από τα κρουστά, όπως έναν μύλο για πιπέρι κι έναν πυροσβεστήρα. Αιτία το ότι ο χώρος των πρόσθετων ηχογραφήσεων βρίσκονταν σε ένα μικρό, απομονωμένο στούντιο, κάπου στα όρια μεταξύ Sussex και Surrey της Αγγλίας και δεν υπήρχε μαγαζί με μουσικά όργανα εκεί κοντά. 

Ο τελικός απολογισμός επιτρέπει το συμπέρασμα ότι το Ten έπιασε δυσθεώρητα ύψη που κανείς δεν περίμενε κι έγινε ένα από τα πιο επιδραστικά στην ιστορία της ροκ. Το άλμπουμ βρέθηκε στη θέση Νο 2 του Billboard Album Chart του 1992, έφτασε τα 10 εκατομμύρια σε πωλήσεις κι έγινε 13 φορές πλατινένιο, αφήνοντας πίσω το Nevermind των Nirvana.
Ο δίσκος κλείνοντας με το επικό Release, ακόμη και στις λιγότερο εντυπωσιακές στιγμές του (όπως το Deep), μας αφήνει παρακαταθήκη ένα άφθονο υλικό που αγγίζει την τελειότητα, προσεκτικά δομημένο με καθαρόαιμες χαρντ ροκ στιγμές και καλοστημένες μπαλάντες. Και μας φέρνει αντιμέτωπους με το δίλημμα τι μας άρεσε περισσότερο. Οι «ματωμένες» ιστορίες - τραύματα (Jeremy, Why go), η συναισθηματική του δύναμη (“Oceans, Garden) ή πιο απλά οι δυνατοί ροκ ύμνοι του που σφυροκοπάνε αλύπητα (Alive, Even Flow). Κι ανεξάρτητα από τα μουσικά γούστα του καθενός, αναντίρρητο παραμένει το γεγονός ότι όλα αυτά βγάζουν την παιδικότητα και την ελαφριά ειρωνία μιας άλλης εποχής, τότε που το grunge κίνημα μας έκανε να ροκάρουμε μελαγχολικά, ευαίσθητα, ουσιαστικά, δίχως αύριο. Όλοι για έναν κι ένας για όλους (όπως ακριβώς το εξώφυλλο του Ten)

Μαρία Γεωργιάδου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...