Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Joe Bonamassa: "Redemption"

O μεγαλύτερος σύγχρονος blues κιθαρίστας -μόλις στα 42 του- συνεχίζει με το δέκατο τρίτο στούντιο άλμπουμ του, το τρίτο συνεχόμενο αποκλειστικά με δικές του συνθέσεις - να επανεφευρίσκει τα blues. Πρόκειται για έναν εργάτη της κιθάρας που ενώ έχει ήδη φτιάξει ένα σώμα δουλειάς μουσικά χορταστικό, προχωρά πλέον με το μυαλό στον τομέα της σύνθεσης.

Ο Bonamassa είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που κατάφερε να υπερβεί το βαρύ έργο των προσδοκιών που έτρεφαν οι γύρω του από το κάποτε παιδί θαύματος που είχε επαινέσει κάποτε ο B.B. King.  Έχει δύο φορές έχει προταθεί για Grammy, είναι συνεπής στη δισκογραφική παραγωγή του (ένα στούντιο κι ένα live άλμπουμ κάθε χρόνο) σε μια εποχή όπου ξεκάθαρα πλέον πολύ λίγος κόσμος ενδιαφέρεται να ακούσει πόσο μάλλον να αποκτήσει ένα καινούριο «άλμπουμ» με την κλασσική έννοια. και στις εμφανίσεις του και δε φοβάται να αποκαλύψει τις επιρροές του, τιμώντας τις τακτικά (βλ. τις live του κυκλοφορίες για τους “ThreeKings” -Albert, B.B., Freddie - και το πιο πρόσφατο “Blues Explosion Live”).
Το γεγονός ότι ο ίδιος έχει μελετήσει και χωνέψει τόσο καλά αυτές τις επιρροές από μικρή ηλικία ενώ ταυτόχρονα κατέχει τη δυνατότητα να εκφράζει με την κιθάρα του με καθαρότητα και ακρίβεια τον ήχο και το συναίσθημα που έχει μέσα του είναι τα δύο στοιχεία που κάνουν κάθε άλμπουμ του συναρπαστικό, ιδίως για τους  ακροατές που έχουν συναίσθηση τί εστί B.B. King, John Mayall, Stevie Ray Vaughan, Rory Gallagher, Led Zeppelin.
Η αίσθηση ότι ακούς κάτι απ’ όλους αυτούς τους ογκόλιθους στον Bonamassa είναι που δημιουργεί γερούς δεσμούς με το ηχόχρωμά του.
Αυτό και οι τρομεροί μουσικοί που τον ακολουθούν.
Στο άλμπουμ αυτό είναι και πάλι δίπλα του ο μέγας AntonFig (έχει παίξει και ηχογραφήσει με όποιον μπορεί κανείς να σκεφτεί, χρόνια δε, στη μπάντα του talk show του David Letterman), ο γερο-σοφός μπασίστας Michael Rhodes, ο τεράστιος πληκτράς Reese Wynans από την μπάντα του Stevie Ray Vaughan(ναι, αυτός που παίζει στο “Soul ToSoul” και το “In Step”), οι (θεό) πνευστοι Lee Thornburg και Paulie Cerra, ο αυστραλόϊνδιάνος Gary Pinto στα δεύτερα φωνητικά και κυρίως, προεξαρχόντως ίσως, ένα συγκλονιστικό γυναικείο τρίο που φέρνει μια επιγευσάρα από Stax όπου ακούγονται, οι Mahalia Barnes, Jade Mc Rae, Juanita Tippins στα εκπληκτικά επουράνια φωνητικά (ακούστε το ομώνυμο, το οποίο και εκτινάσσουν).
Με σύσταση του επί χρόνια παραγωγού και συνεταίρου του Joe, Kevin Shirley, δύο ψημένοι κιθαρίστες συμμετείχαν στα session, οι Kenny Greenberg και Doug Lancio, απελευθερώνοντας τον Joe στο να παίξει όχι όλες τις λεπτομέρειες, αλλά να προσθέσει διάφορες κιθάρες όπου ένιωθε ότι χρειαζόταν.
Η ηχογράφηση εγινε σε διάφορα στούντιο στην Αυστραλία, στο Λας Βέγκας, στο περίφημο Criteria Hit Factory και κυρίως στη Μέκκα του roots rock Americana, τη Nashville.



Για όσους γνωρίζουν τον Bonamassa και το πόσο βγάζει τον καλό του εαυτό όταν περιστοιχίζεται από μουσικούς που μπορούν να κινηθούν στο ίδιο μήκος κύματος μ’ αυτόν, θα απολαύσουν. Ιδίως στο Ζεπελινικό Evil Mama που ανοίγει το δίσκο, στο Self-Inflicted Woundsπου σε αρπάζει και σε χτυπάει στα σωθικά, με κατασταλαγμένα όλα τα στοιχεία του ήχου του Joe, το after hours jazzy Pick Up The Pieces, στο με country σωθικά The Ghost of Macon Jonesόπου μοιράζεται τα φωνητικά με τον Jamey Johnson, στο Just Cos You Can", "Dont Mean You Should ένα πάνω από δόκιμο déjà vu των πρώτων blues άλμπουμ του Gary Moore ή στο ομώνυμο.
Ο ίδιος ο Joe ισχυρίζεται ότι περνά μια ιδιαίτερη φάση στη ζωή του – με πολλές «επανεκτιμήσεις» και «παραδοχές» - η οποία προοιωνίζει αλλαγές. Ο παραγωγός και συνεταίρος του Kevin Shirley υποσημειώνει ότι ήταν το πιο σύνθετο άλμπουμ της συνεργασίας τους, μια πρόκληση λόγω της ποικιλίας του. Στιχουργικά, το θέμα της μετάνοιας επανακάμπτει, σε ορισμένα σημεία με εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Ο Bonamassa, λέμε, έχει πλέον το μυαλό του στη σύνθεση, στα blues trax που θα μείνουν ως δικά του στην ιστορία. Δε μπορεί παρά να γεμίζει με δέος και ευχάριστη προσμονή το γεγονός ότι έχει το χρόνο με το μέρος του.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Nordic Union: "Second Coming"

Οι Nordic Union είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ του Erik Martensson (Eclipse, W.E.T.) και του Ronnie Atkins, των θρυλικών Pretty Maids. Μαζί κυκλοφόρησαν ένα εξαιρετικό ντεμπούτο το 2016 και επιτέλους έφτασε η ώρα για το ολοκαίνουριο πόνημα τους που τιτλοφορείται "Second Coming" μέσω της Frontiers Music s.r.l.

Προσωπικά πιστεύω πως το ντεμπούτο των Nordic Union ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα καταπληκτικό δισκάκι που συνδυάζει άψογα τον ήχο αυτών των δύο, αγαπημένων μου,  συγκροτημάτων (Eclipse, Pretty Maids).
Το "Second Coming" έρχεται να επιβεβαιώσει την τέλεια χημεία που υπάρχει ανάμεσα στον Erik Martensson και στον Ronnie Atkins. Αυτή η χημεία λοιπόν αποτυπώνεται τέλεια σε όλο τον δίσκο, σε κάθε τραγούδι, σε κάθε ρεφραίν, σε κάθε νότα.
Πολλοί βέβαια θα πούνε για "μια από τα ίδια" αλλά πιστέψτε με δεν υπάρχει πλέον κάτι "νέο", κάτι που δεν έχει παιχτεί στο παρελθόν. Η ουσία όλων είναι να ηχεί καλό στα αυτιά μας και να μας διεγείρει μουσικά. Χωρίς πολλές φανφάρες και τρελά "ψαξίματα".
Τα πρώτα δυο κομμάτια, " My Fear And My Faith " & " Because Of Us ", αποτελούν και δυο από τις καλύτερες στιγμές του νέου αυτού άλμπουμ. Και τα δύο κομμάτια έχουν γρήγορο ρυθμό, μελωδίες και γενικά είναι το τέλειο αποτέλεσμα αν παντρέψεις των ήχο των Eclipse με αυτόν των Pretty Maids.
Το "It Burns" είναι πιο σκοτεινό, βαρύτερο, επικό και κάλλιστα θα μπορούσε να βρίσκεται στην τελευταία κυκλοφορία των Σουηδών Eclipse. Το ρεφραίν είναι όλα τα λεφτά!
Στο "New Life Begins" έχουμε την πρώτη μπαλάντα του "Second Coming" ενώ στο "The Final War"τα πράγματα γίνονται πιο heavy και προσωπικά λατρεύω το συγκεκριμένο άσμα. Ένα από τα καλύτερα εδώ μέσα.
Το "Breathtaking" είναι ένα πολύ ωραίο ροκ τραγούδι, πιο ταξιδιάρικο, ενώ με το "Rock's Still Rolling" οι Nordic Union "αμερικανίζουν" αρκετά.
Στο "Die Together" οι κιθαριστικές πινελιές του Erik Martensson είναι μαγικές ενώ τα φωνητικά του Ronnie Atkins προκαλούν ανατριχίλες.
Το συμπέρασμα είναι απλό, αν σας άρεσε το πρώτο άλμπουμ των Nordic Union ή αν απλά γουστάρετε Eclipse & Pretty Maids τότε τρέξτε να αποκτήσετε το “Second Coming” αμέσως!!!!

Βασίλης Χασιρτζόγλου

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Rikard Sjöblom’s Gungfly: "Friendship"


Και ποιος είναι αυτός ο Rikard τώρα που θέλει να βγάλει και άλμπουμ στην InsideOut θα μπορούσε να πει κάποιος που δεν τον γνωρίζει από την προηγούμενη μπάντα του, τους Σουηδούς Beardfish, η οποία παρότι ήταν μία από τις πιο σταθερές, σύγχρονες prog-rock μπάντες, με πολύ καλά άλμπουμ, τελικά διέλυσε το 2016.

Αναμφισβήτητα, αυτή η νέα προσπάθεια συνδυάζει τα καλύτερα στοιχεία από αυτά που έκαναν τόσο τους Beardfish όσο και τους Gungfly τόσο ξεχωριστούς: περίπλοκες, λαμπερές prog-rock μελωδίες αναμεμιγμένες με αρκετά πιασάρικα ρεφρέν.
Αρχικά η μπάντα δημιουργήθηκε ως διέξοδος για τις ιδέες του Rikard Sjöblom που δεν ήταν “κατάλληλες” για τους Beardfish, παρόλο που τελικά οι Gungfly έχουν γίνει περισσότερο prog από τότε που οι Beardfish διέλυσαν. Το νέο άλμπουμ συνεχίζει αυτή την τάση, βοηθώντας να γεμίσει το κενό που άφησαν οι Beardfish. Ουσιαστικά, ο Sjöblom είναι ο ηγέτης του σχήματος, γράφοντας και ηχογραφώντας το μεγαλύτερο μέρος από τα άλμπουμ της μπάντας του. Ωστόσο, αξιοσημείωτη υποστήριξη προσφέρεται από τον ντράμερ Petter Diamant, τον μπασίστα Rasmus Diamant και τον πρώην κιθαρίστα των Beardfish, David Zackrisson.
Το "Ghost of Vanity" ανοίγει το άλμπουμ με ένα περίπλοκο αλλά συνάμα πιασάρικο- riff, έχει όμορφα μελωδικά φωνητικά και υπέροχα πλήκτρα, χαίρεσαι να τα ακούς πραγματικά!Σίγουρα αποτελεί μια προφανή επιλογή για τις ζωντανές εμφανίσεις της μπάντας στο μέλλον.
Ακολουθεί το σχεδόν 14λεπτο (!) κομμάτι "Friendship" -ένα επικό τραγούδι με τεράστιες στιγμές, άλλοτε ήπιες και άλλοτε δυναμικές και με πολλές απροσδόκητες μεταστροφές ρυθμού και ύφους. Τα πρώτα 8 λεπτά είναι instrumental βέβαια, εμπεριέχοντας όλα τα στοιχεία που κάνανε το prog-rock τεράστιο πίσω στα 70s. Η εκτελεστική αρτιότητα φυσικά είναι δεδομένη, Σουηδοί γαρ. Υπέροχη ατμόσφαιρα, πλήκτρα και κιθάρες ζωγραφίζουν, μπαίνουν και τα φωνητικά και φτάνουμε στην Βαλχάλα... που λέει ο λόγος.
Το "They Fade" είναι ένα κομμάτι που ξεχωρίζει, καθώς είναι το πιο απλό τραγούδι του άλμπουμ, σχεδόν εντελώς folk/country rock! Αλλά είναι τόσο θαυμάσιο και κολλητικό! Το "Treehouse in a Glade" είναι ένα απίστευτο instrumental που καταδεικνύει την μεγάλη έμπνευση του Rikard Sjöblom.
Θα μπορούσε να ήταν μέσα στο Songs from the wood. Το μελωδικό "Stone Cold" αναμιγνύει περίτεχνα το pop /prog/rock, διαθέτοντας ένα δυναμικό riff και ένα υπέροχο midsection πολλαπλών φωνητικών. Τρομερά εθιστικά πλήκτρα και πάλι και είμαι σχεδόν σίγουρος πως θα ναι το hit του άλμπουμ -αν έχουν hits κάτι τέτοια δισκάκια!
Το If You Fall (Part 2) σε σχεδόν 13 λεπτά, είναι ακόμη μια επική prog-rock περιπέτεια όπως μόνο ο Rikard θα μπορούσε να φανταστεί και να εκτελέσει, πρέπει να το ακούσεις για να το πιστέψεις, απλά εξαίσιο! Η φοβερά μελωδική φωνή του Rikard ανοίγει το "Crown of Leaves" που κλείνει το άλμπουμ.
Εδώ ο Rikard κατορθώνει να ενώσει αρμονικά διάφορα μουσικά θέματα, ξεχωρίζουν βέβαια τα έντονα jazzy στοιχεία. Αυτό μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται περίεργο, αλλά με κάποιο τρόπο όλα λειτουργούν όπως πρέπει στο κάτω κάτω είναι ένας prog δίσκος, όλα είναι πιθανά να συμβούν!
Ο Rasmus Diamant λάμπει φωτεινά σε αυτό το κομμάτι με το εξαιρετικό double bass. Θέλω να πιστεύω πως αυτό το σχήμα θα έχει καλύτερη τύχη από τους αδικοχαμένους Beardfish, διότι το αξίζουν αλλά και διότι το αξίζουμε και εμείς να ακούμε τόσο όμορφη μουσική! Άξιοι!
Band Members:
  • Petter Diamant / Drums on all tracks
  • Rasmus Diamant / Bass on tracks 1, 5, double - bass on track 7
  • David Zackrisson / Guitar on tracks 6, 7
  • Rikard Sjöblom / All other guitars, vocals, keyboards and bass
“Friendship” tracklisting:
  1. Ghost of Vanity
  2. Friendship
  3. They Fade
  4. A Treehouse in a Glade
  5. Stone Cold
  6. If You Fall (Part 2)
  7. Crown of Leaves
✍ The White Rider (ECLECTIC SHADOWS team)

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

“Moore Blues For Gary: A Tribute To Gary Moore”

Η κιθάρα του Gary Moore μπορεί να σίγησε στις 6 Φεβρουαρίου του 2011 (ήταν 59 ετών όταν έφυγε από την ζωή) , όμως η κληρονομιά και η συμβολή του στην ροκ μουσική είναι σημαντική και καθοριστική για τις υπόλοιπες γενιές. Η περίπτωση του είναι μάθημα γνώσης, πίστης, ταλέντου, σκληρής δουλειάς και φυσικά δημιουργικής έμπνευσης.

Ξεκίνησε πιτσιρικάς με τους blues rockers, Skid Row, συνέχισε σε πιο δύσκολα μονοπάτια με τους  περίφημους jazz rockers,  Colosseum II και η συνέχεια ήταν με τους Thin Lizzy όπου τον έμαθε κόσμος και κοσμάκης και αγαπήθηκε άμεσα από το ροκ κοινό της εποχής.
Η πορεία που ακολούθησε ήταν ένα προσωπικός θρίαμβος με μία σειρά εξαιρετικών σόλο άλμπουμ παίζοντας καταιγιστικό hard rock και ολοκληρώθηκε με το οριστικό γύρισμα του, στην αγαπημένη του μουσική, τα blues, όπως του τα έμαθαν οι B.B. King, Albert King, John Mayall, Jack Bruce, Albert Collins με τους οποίους κατάφερε και να συνεργαστεί.
Ένας από τους πιο πιστούς και από τους καλύτερους συνεργάτες του, ο μπασίστας και συνθέτης Bob Daisley την χρυσή περίοδο την δεκαετία του ΄80 και μέχρι τις αρχές των  '90s κατόρθωσε και μάζεψε μερικούς εξαιρετικούς μουσικούς και δημιούργησε τούτο το πανέμορφο tribute, το οποί περιλαμβάνει όπως αναφέρει και ο τίτλος  κυρίως συνθέσεις από την Blues περίοδο του Gary Moore
Αρχικά ξεχωρίζουμε το "That’s Why I Play The Blues" με τον Aυστραλό Tim Gaze στην κιθάρα να ζωγραφίζει,  το εξαιρετικό "The Blues Just Got Sadder" με τον Joe Lynn Turner στην φωνή και τον σπουδαίο Steve Lukather (Τοto) ενώ τα "Story Of The Blues" , Texas Strut  και "Torn Inside" ακολουθούν πιστά και με σεβασμό τις εκτελέσεις του Ιρλανδού κιθαρίστα.
To "Nothing's the Same" ακούγεται ανατριχιαστικό και σε αυτό βοηθά η άψογη ερμηνεία του Glenn Hughes ενώ το "Power Of The Blues" με τον Jeff Watson (Νight Ranger) και Illya Szwec στις κιθάρες και τον Joe Lynn Turner φωνητικά δεν προσφέρει κάτι το ιδιαίτερο. Από την περίοδο των '80s είχαμε τρεις μπαλαντοειδές αλλά πολύ αγαπημένες συνθέσεις αρχίζοντας με το κλασσικό "Empty Rooms"  σε μία πιο ελαφριά και αδύναμη έκδοση του και εδώ συμμετέχει ο Neil Carter ένας από τους καλύτερους συνεργάτες του Gary Moore που τραγουδά και παίζει τα κήμπορντς και έχει συνθέσει μαζί με τον μακαρίτη τον εν λόγω ύμνο.
Στο "The Loner", κιθάρα παίζει ο Doug Aldrich ((Whitesnake, Dio), και στα τύμπανα ο Eric Singer, που είχε παίξει ένα φεγγάρι μαζί με τον Gary Moore ενώ στο "Parisienne Walkways" συναντάμε τον κιθαρίστα Steve Morse (Deep Purple, Dixie Dregs) και τον τραγουδιστή Ricky Warwick  (Black Star Riders ,The Almighty) που σεβάστηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν την πρωτότυπη εκτέλεση.
Επίσης το "Still Got the Blues" είναι από τις πιο δυνατές στιγμές του άλμπουμ με την κιθάρα του John Sykes (Τhin Lizzy, Whitesnake) να μεγαλουργεί και τον Danny Bowes (Τhunder) με την ερμηνεία του να ξυπνά  μνήμες και να προκαλεί συγκινήσεις και τον Don Airey να βάζει την δικιά του πινελιά.
Μία όμορφη έκπληξη συναντάμε στο  "This One's for You"  όπου οι  Gus Moore & Jack Moore, οι δύο γιοι του Gary ερμηνεύουν και παίζουν κιθάρα τιμώντας με τον καλύτερο τρόπο την μνήμη του πατέρα τους.
Τέλος το "Don’t Believe A Word" δεν ακολουθεί  την αρχική εκτέλεση του κομματιού και ακούγεται σε μία εναλλακτική και ολίγον ψυχεδελική εκδοχή με το μπάσο του Bob Daisley, να έχει τον πρώτο λόγο και τον Damon Johnson (Thin Lizzy, Black Star Riders,  Alice Cooper) στην κιθάρα να ενισχύει με το παίξιμό του την όλη ατμόσφαιρα.
Εν κατακλείδι το “Moore Blues For Gary - A Tribute To Gary Moore” χωρίς να προσφέρει κάτι το συναρπαστικό, πετυχαίνει να μας θυμίσει την πιο αγαπημένη κιθάρα της εφηβείας μας και να νοσταλγήσουμε έναν πραγματικό και ταπεινό guitar hero. Ο Bob Daisley με αυτήν την κυκλοφορία μας κάνει ένα από τα πιο όμορφα δώρα της φετινής χρονιάς.


Φώτης Μελέτης

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Uriah Heep: "Living The Dream"

Πραγματικά, δε νομίζω πως κάποιος θα είχε την απαίτηση το 2018 μία μπάντα με μέσο όρο ηλικίας των μελών της τα 60 χρόνια και ως συγκρότημα μισό αιώνα ύπαρξης να κυκλοφορήσει μία σπουδαία κυκλοφορία όμως οι αγέραστοι και μουσικά χαλκέντεροι Uriah Heep αποστομώνουν και τον πιο δύσπιστο μουσικόφιλο με τον εξαιρετικής μουσικότητας δίσκο "Living The Dream".

Θα ήθελα να επισημάνω εξαρχής ότι το μοναδικό εναπομείναν μέλος Mick Box λάμπει με τη δεξιοτεχνία του στην κιθάρα, ο Phil Lanzon με το ογκώδες παίξιμο του στο  Hammond και βέβαια ο Bernie Shaw με τα υπέρλαμπρα φωνητικά του. Χωρίς να παραβλέπουμε τον νεότερο μέλος(ηλικιακά-47 ετών- αλλά και στην ένταξη του στην μπάντα-2013-) Davey Rimmer με τις βαρβάτες μπασογραμμές του.
Να ξεκινήσω από τα πανέμορφα  Deep Purple-ίζοντα  hard rockάδικα "Grazed By Heaven" και "Goodbye To Innocence" μέχρι το νοσταλγικό  prog 70ς-ντίζον εννιάλεπτο κομψοτέχνημα "Rocks In The Road".
Για να συνεχίσουμε με τα πιο ροκάδικα "Living The Dream"(οι όμορφες αρμονίες παραπέμπουν/θυμίζουν Queen), "Take Away My Soul" (με το έξοχη μουσική φράση του Box που ηχεί πολύ βρετανική πριν θυμίσει και λίγο Beatles) που είναι έξοχα παραδείγματα μαζί με το "Knocking At My Door" ένα πραγματικά σπουδαίο μουσικό δημιούργημα .
Η απαραίτητη μπαλάντα "Water Flowin" μπορεί να μην αρέσει ίσως σε όλους αλλά παραμένει ένα πανέμορφο τραγούδι με "πινελιές" μουσικές από Led Zep και δίνει την ευκαιρία στον Bernie Shaw να λάμψει με την ερμηνεία του.
Στο "It’s All Been Said" ο πλουσιότατος ήχος παρουσιάζει την μπάντα να γεμίζει τα μουσικά της "πιστόνια" και να "εκρήγνυται" ενώ και το πιάνο δένει αρμονικά με τους στίχους …τελειότητα σε μία σύνθεση.
Ακόμη μία απόδειξη πόσο κλασικός δίσκος είναι το "It’s All Been Said" συνδέεται άμεσα με τους Heep της περιόδου "July Morning" ενώ το "Falling Under Your Spell" με "ταξίδεψε" στα χρόνια του "Demons And Wizards".
Ο δίσκος κλείνει με το "Dreams Of Yesteryear" που κατά τη γνώμη του γράφοντος θα αποτελέσει το συναυλιακό φινάλε που ελπίζω να απολαύσουμε και στις συναυλίες της μπάντας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη στις 8 και 9 Φεβρουαρίου του 2019 αντίστοιχα.
Έπαινοι ταιριάζουν και στον Καναδό παραγωγό Jay Ruston (συνεργάτη των Europe, The Winery Dogs, Stone Sour και Black Star Riders) που έφερε πνοή φρεσκάδας στην μπάντα.
Θα τολμούσα να γράψω ότι πρόκειται για έναν αναπάντεχο  μουσικό θρίαμβο με την μπάντα στα καλύτερα της.
Εννοείται ότι κάθε κλασικοροκάς θα είναι παρών στις βραδιές των συναυλιών τον ερχόμενο Φεβρουάριο.


Νότης "Grazed By Heaven" Γκιλλανίδης

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

Αnn Wilson: "Immortal"

Αναμφισβήτητα η Ann Wilson (Heart) είναι μία από τις σπουδαιότερες φωνές και επιδραστικότερες παρουσίες στο Rock αν και βρίσκεται δεκαετίες στον χώρο και όμως είναι μόλις η δεύτερη προσωπική κυκλοφορία της που τιτλοφορείται "Immortal" και είναι αφιερωμένη σε αθάνατες παρουσίες στο χώρο της Rock μουσικής!

Το άλμπουμ περιλαμβάνει δέκα συνθέσεις όλες διασκευές, ορισμένες πιθανόν εξαιρετικές όσο και οι αρχικές εκτελέσεις, κάποιες μία έντιμη προσέγγιση των πρωτότυπων και κανά δύο αδιάφορες μάλλον…
Το εναρκτήριο "You Don’t Own Me" με ενδιαφέρουσα παρουσία από τον κιθαρίστα των "Gov’t Mule", τον Warren Haynes που η κιθάρα του "σιγοκαίει" με ένα πιο αργό τέμπο από ό,τι η εκτέλεση του 1960 με τον Lesley Gore.
Στο "I Am the Highway" των  Audioslave η διασκευή παρουσιάζεται ακουστικά παιγμένη όμως διατηρεί τον ρυθμό του πρωτότυπου. Πανέμορφα διασκευασμένη παρουσίαση, όπως και η πρωτότυπη.
Ο Warren Haynes είναι και πάλι παρών στην μπλουζίστικη διασκευή του "Luna" που πρωτοερμήνευσε ο εκλιπών πρόσφατα  Tom Petty ενώ η Ann το ερμηνεύει πολύ όμορφα και νοσταλγικά.
Σε σύνθεση του Bowie, το "Afraid of Americans" συνεχίζει ο δίσκος. Δε θα έλεγα ότι είναι από τις αγαπημένες μου συνθέσεις του Bowie αλλά θα έλεγα ότι η Ann το κάνει ιδιαίτερα ενδιαφέρον και με τις πινελιές τις "ανατολίτικες" αλλά και με το Rock "επίχρισμα" που το "χρωματίζει" φωνητικά.
Στην σπουδαία σύνθεση των Cream, το "Politician" η ερμηνεύτρια με σεβασμό στην αρχική σύνθεση, δείχνει τη δεινή εκτελεστική ικανότητα της και θα μπορούσε να είναι κάλλιστα δικό της τραγούδι πίσω στην δεκαετία του 70.
Ο Leonard Cohen και το "A Thousand Kisses Deep" πραγματικά τιμώνται εξαιρετικά με μία άψογα δοσμένη, μουσικά και φωνητικά, διασκευή.
Για τους The Eagles και το "Life in the Fast Lane" δε θα έλεγα ακριβώς το ίδιο… θα μπορούσε ίσως να διασκεύαζε κάποιαν άλλη σύνθεση τους.
Για την σπουδαία φωνή της αδικοχαμένης της Amy Winehouse, άλλη μία σπουδαία φωνή όπως της Wilson, θεωρώ, ότι "απογειώνει" το "Back to Black" διασκευάζοντας το.
Για έναν άλλο μέγιστο καλλιτέχνη, όπως ο George Michael, η Ann επιλέγει να διασκευάσει μία επιτυχία του 1986, το "A Different Corner" και του προσδίδει μία άλλη πιο ήπια αίσθηση ανάλογα πως το αισθάνεται κανείς προτιμώ την αρχική εκτέλεση.
Για τον Gerry Rafferty και το "Baker Street" που διασκευάζει η μοναδική Ann Wilson, θα έλεγα ότι είναι, κατά τη γνώμη μου, μία εξαιρετική διασκευή σε ένα πανέμορφο τραγούδι.
Μία έντιμη προσπάθεια φόρου τιμής σε σπουδαίες ερμηνευτικές προσωπικότητες από μία μοναδική ερμηνεύτρια που ας μην ξεχνάμε ότι πλέον κλείνει τα 68 έτη. Συνοπτικά θα λέγαμε ότι το "Immortal" είναι ένα ακόμη "λαμπερό πετράδι" στο "στέμμα" των ερμηνειών της Ann Wilson, που παραμένει ένας "κολοσσός" και καλύτερους ερμηνευτές της γενιάς της.

Νότης "Immortal" Γκιλλανίδης

Steve Perry: "Traces"

Η μεγάλη επιστροφή της φωνής των Journey είναι γεγονός και οι απανταχού οπαδοί του, είναι τρισευτυχισμένοι με τη νέα δισκογραφική δουλειά του μετά από δυόμισι δεκαετίες δημιουργώντας προσδοκίες και ελπίδες ότι ίσως ζήσουμε και την επιστροφή στην μπάντα που μεγαλούργησε!

Έχουμε ξαναγράψει ότι ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης έχει αδικηθεί και συκοφαντηθεί παράφορα στην χώρας μας από ειδικούς (ραδιοφωνικούς θρύλους, μουσικά περιοδικά) που αρέσκονται σε metal και alternative ακούσματα και όσο και προσπάθησαν να απαξιώσουν τον μελωδικό ροκ ήχο διαψεύστηκαν οικτρά σε σημείο, τα τελευταία χρόνια να κάνουν αφιερώματα και τιμητικές αναφορές στους Journey και παράλληλα να αποθεώνουν τη φωνή του Steve Perry!
Tέλος πάντων δεν είναι ώρα για γκρίνια και παράπονα αλλά για να παρουσιάσουμε το νέο άλμπουμ του Steve Perry που αποτελεί μία τις πιο σημαντικές ερμηνευτικές περσόνες της παγκόσμιας ροκ σκηνής.
Το "Traces" είναι ένα άλμπουμ που θέλει ξανά και ξανά, συνεχή και υπομονετική ακρόαση μιας και κάθε φορά που το ακούς ανακαλύπτεις άλλη μία πανέμορφη μελωδική γραμμή και νότα που σου έχει ξεφύγει.
Κάθε σύνθεση κρύβει και ένα μικρό μελωδικό μυστικό που σου αποκαλύπτεται μέσω της φωνής του Steve Perry για να σε ικετέψει ότι αγάπη, έρωτας, τρυφερότητα, χαρμολύπη, νοσταλγία, συγκίνηση μελαγχολία, φύση και πίστη είναι το απόλυτο νόημα της ζωής.
Η ερμηνευτική δεινότητα του Steve Perry σίγουρα δεν είναι στα επίπεδα προ 25ετίας όμως καταφέρνει με την ζεστή και συνάμα ταξιδιάρα φωνή του να απογειώσει και το πιο μέτριο κομμάτι.
Η επιστροφή του, είναι μία μεγάλη ανάσα ώστε να αντέξουμε την μιζέρια και τα άδεια από συναισθήματα συντριπτικής πλειοψηφίας των νέων σχημάτων αλλά και το μεγάλο τέλμα που έχει περιέλθει η ροκ σκηνή από την παρακμή που την ταλανίζει τα τελευταία χρόνια και την περισώζουν ακόμη καλλιτέχνες του περασμένου αιώνα.
Τραγούδια που ξεχωρίζουν είναι το "No Erasin'" και το "Sun Shines Gray" που κινούνται σε κλίμα ελαφρώς Journey αλλά και το "No More Cryin'" που έχει ένα πιο blues-αρικο ύφος
Tα υπόλοιπα τραγούδια έχουν καθαρά μπαλαντοειδή χαρακτήρα ερμηνευμένα υπέροχα από τον αξεπέραστο Steve Perry με εξαίρεση το "Easy To Love" που εκπλήσσει με τον ρέγκε ρυθμό του και το καλοκαιρινό του ύφος αλά Bob Marley.
 Στις υπόλοιπες σαγηνευτικές συνθέσεις: τα "We're Still Here" (εξαιρετικό κιθαριστικό σόλο),  "In The Rain", "You Belong To Me" αλλά και το "I Need You" περιέχουν μία ξεχωριστή ομορφιά που η τρυφερή - ψιθυριστή φωνή του Steve Perry, τα κάνει ακόμη πιο ερωτικά ενώ το "We Fly" (με περάσματα από Pink Floyd) αποτελεί μία από τις κορυφαίες συνθέσεις του άλμπουμ όπου δημιουργεί ρίγη συγκίνησης .
Τέλος η deluxe έκδοση περιλαμβάνει επιπλέον πέντε συνθέσεις με τα "October In New York" και "Blue Jays Fly" να αποτελούν ένα είδος μουσικής προσευχής ενώ το "Angel Eyes" είναι μία soul-sixties συμπαθητική σύνθεση εν αντιθέσει με το "Call On Me" που κινείται σε ρέγκε ρυθμούς όπως και το "Could We Be Somethin' Again" σε ροκ τροπικάνα στυλ!

Συνοπτικά ο νέος δίσκος του Steve Perry είναι η απάντηση ενός μεγάλου καλλιτέχνη που σιώπησε για πολλά χρόνια λόγω σοβαρών προβλημάτων (υγείας και προσωπικά) αλλά επανήλθε για να μας θυμίσει ότι προέρχεται από μία γενιά μουσικών και δημιουργών που έβαλε την ροκ μουσική στην καρδιά και την συνειδήσεις μας. Ευλογημένη κυκλοφορία και φυσικά μία από τις πιο όμορφες της χρονιάς.

Φώτης Μελέτης

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Outloud: "Virtual Hero Society"


Τέταρτο άλμπουμ για την παρέα του ακούραστου, Bob Katsionis που κλείνει σχεδόν μία δεκαετία με τους Outloud και όπως φαίνεται το μελωδικό πάρτυ θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια ακόμη. Δεν έχουν αλλάξει πολλά από τις προηγούμενες κυκλοφορίες του σχήματος αλλά σίγουρα σε αυτό τον δίσκο βρίσκουμε καινούργιες και εμπνευσμένες μελωδικές φόρμες.


Το άλμπουμ ξεκινά με το συναρπαστικό "Fool's Train" που περιλαμβάνει ένα εντυπωσιακό κιθαριστικό ριφ και εμπλουτίζεται στην συνέχεια με ενδιαφέροντα ανατολίτικα στοιχεία, κυρίως στο σημείο που σολάρουν τα πλήκτρα θυμίζοντας κάτι από Deep Purple. Ακολουθεί το πανέμορφο και μελωδικότατο "My Promise" με την φωνή του Chandler Mogel, να δίνει το δικό του ιδιαίτερο χρώμα στην συγκεκριμένη σύνθεση ενώ το "Virtual Heroes" περιγράφει εύστοχα την σημερινό ψηφιακό τρόπο ζωής με την απίθανη "κιθαριστική παράνοια" του Bob Katsionis να προσδίδει μία ξεχωριστή δυναμική που θυμίζει άλλοτε Annihilator και άλλοτε Eclipse.
Επόμενη σύνθεση είναι το κορυφαίο "I Am The One" που ξεκινά με πλήκτρα "made in Katsionis" και συνεχίζει με μία υπέροχη μελωδική γραμμή δίνοντας στον aor/melodic hard rock ήχο έναν πιο σύγχρονο και φρέσκο αέρα με την ενορχηστρωτική του δομή, να εκπλήσσει. Ειδικά στο μέσο της σύνθεσης, αιφνιδιάζει ευχάριστα με την ξαφνική λυρική του πλευρά ενώ το ρεφρέν και το κιθαριστικό σόλο σε οδηγούν σε melodic rock ουρανούς.
Το "Share My Dreams" είναι μία αγαπησιάρικη αμερικάνικη μπαλάντα με το πιάνο να συνοδεύει αρχικά, άψογα την θαυμάσια φωνή του Chandler Mogel και έπειτα να μετατρέπεται σε μία άκρως λατρεμένη σύνθεση χάριν του υπέροχου ρεφρέν και του κιθαριστικού σόλο.
Το "World-Go-Round" είναι ένα άκρως γοητευτικό κομμάτι διότι περιέχει έντονες '80s επιρροές , αφού ανακατεύει Fleetwood Mac, Russ Ballard αλλά και ποπ χορευτικούς ρυθμούς εκείνης της εποχής, με το σόλο σαξόφωνο να κερδίζει ολοκληρωτικά τις εντυπώσεις ενώ το We Got Tonite" που ακολουθεί αφήνει πίσω, τους ανάλαφρους ρυθμούς και το melodic hard rock επιστρέφει με τους Bon Jovi και τους Winger να ανακατεύονται ολίγον με Accept και Guns & Roses.
Η συνέχεια ανήκει στο "Borrowed Time" που είναι μία κλασσική Outloud σύνθεση θυμίζοντας παλιότερα άσματα της μπάντας όπως και το "Live With It" που αναδεικνύει την άρτια τεχνικότητα του γκρουπ με το κιθαριστικό σολάρισμα να είναι εκρηκτικό. Επίσης το "...And I Tried" είναι άλλο ένα καθηλωτικό τραγούδι, με άρωμα από Metallica όπου κυριαρχεί το πάθος και η ένταση  με το ρεφρέν να ακούγεται μνημειώδες.
Τέλος το "Fallen Love" αιφνιδιάζει για την a-capella απόδοσή του και σίγουρα παραπέμπει στους Queen ενώ ο επίλογος γράφεται με το "Fight On!" όπου τα heavy metal "απωθημένα" έχουν την τιμητική τους.
Συνοπτικά θα λέγαμε ότι οι Outloud έκαναν ένα ακόμη δημιουργικό και εμπνευσμένο βήμα όπου θα ικανοποιήσει όλους εκείνους που τους πίστεψαν από την πρώτη στιγμή και όπως έχουμε ξαναγράψει πρέπει κάποια στιγμή να κάνουν το μεγάλο μπαμ γιατί εκτός από ταλέντο, την παραγωγικότητα και την σκληρή δουλειά θέλει και λίγη τύχη παραπάνω.
Μακάρι να την βρουν γιατί το αξίζουν πραγματικά...
 
Φώτης Μελέτης

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Led Zeppelin: "When The West Was Won"

Οι Led Zeppelin, από πάντα απαιτούσαν την προσοχή του ακροατή. Και ήταν και οι καλύτεροι performers στο είδος τους, όπως αποδεικνύει το εξαιρετικό live album τους "How The West Was Won"

Ηχογραφημένο κατά την αμερικανική τους περιοδεία ως επί το πλείστον, το 1972, οι Zeps , εκμεταλλεύονται το υλικό του καταλόγου τους και μπολιάζοντας το, με μπόλικη ενέργεια και αυτοσχεδιασμό, το σερβίρουν στον ακροατή όπως το δυνατό και ώριμο κρασί, προς τέρψην του.
Αρχίζοντας με το "Immigrant Song" κι ακολουθούμενο από το διονυσιακό "Heartbreaker", το album αρχίζει δυναμικά και δεν αφήνει αμφιβολία ότι θα αποτελέσει ακροαματική εμπειρία.
Με το "Houses Of the Holy" LP στα σκαριά , και εμφανή παρουσία στο track listing , με κομμάτια όπως το "Over The Hills And Far Away", "The Ocean" και "Dancing Days" αλλά και το "The Crunge", σφήνα στο αυτοσχεδιασμό του "Dazed And Confused", όλη τους η δισκογραφία συν τις διασκευές που προτίμησαν για τις εμφανίσεις τους, της χρυσής τους εποχής στην Atlantic Records είναι παρών. Με μοναδική κραυγαλέα απουσία το "Communication Breakdown". Η μπάντα αχνίζει στη σκηνή, ο Page είναι σε φόρμα και τα κομμάτια αποκτούν νέα υφή, ακούγονται δε πιο απολαυστικά από τις studio ηχογραφήσεις τους.
Προσωπικά αγαπημένα, είναι φυσικά το "Stairway To Heaven", όπου ο Jimmy Page συνθέτει επί τόπου νέο solo για το τραγούδι σε δύο μέρη, το Whole Lotta Love", πλην των επιπρόσθετων διασκευών, όπου ο John Bonham το επιμεταλλώνει ιδανικά, το "The Ocean" που παρουσιάζεται αυτούσιο, απ΄τις τρέχοντες τότε ηχογραφήσεις του "Houses Of The Holy"  και φυσικά το "Rock And Roll", το οποίο ζωντανά, παιζόταν δύο με τρείς ταχύτητες πάνω και δεν αφήνει περιθώριο στον ακροατή να πάρει ανάσα, απ΄το προηγηθέν medley του "Whole Lotta Love" .
Κακά τα ψέμματα, ήταν πιο συγκλονιστική εμπειρία να ακούει κανείς την μπάντα ζωντανά σε σχέση με το studio και είναι κρίμα που δεν πρόλαβαν να έρθουν κι απ’τα μέρη μας, για να μας δώσουν αυτή τη δυνατότητα, αφού στις 25 του Σεπτέμβρη του 1979, με το θάνατο του John Bonham από υπερβολική κατανάλωση αλκοολ, θα γραφόταν ο επίλογος της καριέρας των Zeps.  Το "μεταθανάτιο’’ αυτό live album , είναι η καλύτερη επιβράβευση για όσους ανέμεναν μια επίσημη ζωντανή κυκλοφορία του συγκροτήματος και το επιβράβευσαν με την πώληση εκατομμυρίων αντιτύπων παγκοσμίως κατά την κυκλοφορία του .
Αντί επιλόγου, οφείλει να τονιστεί ότι τα ‘70s, ήταν παραγωγικά κατά τα μέγιστα και απόλυτα επιδραστικά στην μετέπειτα εξέλιξη της rock μουσικής, με κορωνίδα τους Led Zeppelin. Δεν είναι τυχαία η αναπόληση των οπαδών της δεκαετίας αφού η μπάντα σημάδεψε μουσικά τα χρόνια αυτά και πολλοί συνεχιστές της παράδοσής τους, όσο και συνοδοιπόροι είχαν μόνο τα καλύτερα λόγια για αυτούς, στις κατά καιρούς αναφορές τους στους Led Zeppelin.

Κώστας Δάβαρης

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Υ&T: “Let’s get dangerous, Contagious”


Παρά τη χαμένη ευκαιρία του “Summertime Girls” (US#55, 24/8/85), ο David Meniketti δεν το έβαλε κάτω. Θα έκανε μία ακόμη συνειδητή προσπάθεια να λουστράρει τον ήχο της μπάντας του, μήπως και να πετύχει αυτό που γκρουπάκια με το ένα δέκατο της μουσικής ικανότητας και της ροκ φλέβας των Y&T ήδη απολάμβαναν:

'Eναν χρυσό δίσκο. Η Geffen Records, η πιο hot εταιρική ετικέττα του '87 δέχθηκε να εντάξει στο ρόστερ της μια μπάντα χρεωμένη και απογοητευμένη μετά το τέλος του 4ετούς συμβολαίου της με την A&M. Θετικό δείγμα και το έγινε δεκτό να παραμείνει στην επίβλεψη της παραγωγής του επόμενου δίσκου ο αρτίστας απ' το Berkeley, Kevin Beamish.
Ο Meniketti τον εμπιστευόταν, σίγουρος ότι από το “Down For The Count” (US#91, 14/12/85) ήταν η εταιρική υποστήριξη που έλειψε και όχι καλλιτεχνική διεύθυνση, πολλώ μάλλον τα ίδια τα τραγούδια. Ο Beamish είχε φτάσει τους REO Speedwagon στο Νο1 το ’82 με το ”High In-fidelity”, εγχείρημα που παραλίγο να επαναλάβει λίγο μετά με τους Jefferson Starship, ενώ το ’84 δίχασε το πιο παραδοσιακό metal κοινό με το “Crusader” των Saxon, αποτυγχάνοντας να τους εξαμερικανίσει. Δίπλα στον Beamish, η Geffen έβαλε τον Scott Boorey, έναν μάνατζερ με μουσική άποψη, που έμελλε να μείνει για καιρό με τους Y&T, παρά τις δυσκολίες που προέκυψαν τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Οι ηχογραφήσεις ολοκληρώνονται το καλοκαίρι του ’87 και στις 5 Σεπτεμβρίου οι Y&T κυκλοφορούν τον 8ο δίσκο τους με τίτλο “Contagious”. Για πρώτη φορά από τότε που έγιναν μπάντα, το '74, πίσω από τα τύμπανα δεν κάθεται ο Leonard Haze, αλλά ο 24χρονος Jimmy De Grasso, πεινασμένος για το πρώτο δισκογραφικό του credit: είχε γράψει όλα τα demo των ντραμς στο "Ultimate Sin" του Ozzy, που όμως επισήμως "δεν χρησιμοποιήθηκαν" στην τελική ηχογράφηση. Στην αντικατάσταση του Haze, διάφοροι παράγοντες, όλοι δυσάρεστοι, έπαιξαν αθροιστικά ρόλο.
Ο 32χρονος ανοικονόμητος σωσίας του John Belushi μπορεί μεν να ανανέωνε τακτικά τα προσωπικά του ρεκόρ στο πιώμα και τα συναφή σπορ, όμως ήταν η «εικόνα» του που ψιθυρίστηκε από αρμόδια χείλη ότι «δεν ταιριάζει» σε μπάντα που θέλει να γίνει ανταγωνιστική δίπλα σε πρίγκηπες του Aqua Net όπως οι Cinderella, οι Poison και οι Bon Jovi που είχαν εγκατασταθεί στα τσαρτ.



Ο ήχος σκάει φρέσκος και πλούσιος, μέσα από δεκάδες κανάλια, με πυκνά μιξαρισμένες τις κιθάρες του Meniketti και του Joey Alves από τον μάστορα Kevin Elson. Tο μπάσο του Kennemore ακούγεται ζωντανό και ογκώδες και «o μικρός» De Grasso γεμάτος αυτοπεποίθηση. Η φωνή του Meniketti, σφιγηλή και blues όπως σε όλους τους δίσκους, σε σημεία οδηγείται να προτάξει μια αδρή ποιότητα σάτυρου, μια χροιά David Lee Roth, ενώ ενισχύεται από πολυστρωματικά δεύτερα φωνητικά, ηχογραφημένα από τον ίδιο, τον Kennemore και τον παραγωγό Kevin Beamish. Session πλήκτρα δένουν τον εξωστρεφή, αιχμηρό ήχο, όπως περίπου το κάνουν και στο άλμπουμ - πρότυπο της εποχής, το “Whitesnake 87”, ενώ η σόλο κιθάρα του Meniketti είναι όπως πάντα παθιασμένη, κάνοντας κάθε νότα να μετράει.
Ο Meniketti ήταν αποφασιμένος να δεχθεί τις απαιτούμενες συμβουλές και επεμβάσεις προκειμένου να γίνουν όλα «σωστά»: ο in-house συνθέτης της Geffen, Taylor Rhodes -μετέπειτα διάσημος για τα '90s πολυπλατινένια άλμπουμ των Aerosmith- βρήκε χώρο και συνέθεσε μαζί του σε δύο κομμάτια. Όλο το γκρουπ πρωταγωνίστησε σ’ ένα τετράλεπτο σκρούμπολ b-movie που επιλέχθηκε ως κλιπ για το ομώνυμο κομμάτι -και πρώτο single.
Σ’ ένα κολλάζ χορογραφημένων στιγμιοτύπων που το κοινό του MTV έχει ξαναδεί σε κλιπ των ZZ Top και των AC/DC, οι Y&T γίνονται «μεταδοτικοί» και μεταμορφώνουν ένα αξιοθρήνητο nerd σε υπερcool sharp dressed τυπά, που στο τέλος κερδίζει και το κορίτσι από τον αντίζηλο, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Τρίτη στην πρώτη πλευρά μπαίνει η προβλεπόμενη power ballad “Temptation”, ενώ η γκαρνταρόμπα και το λουκ ανανεώνεται: με τον μπουλούκο Haze να είναι παρελθόν και τον baby face De Grasso στη θέση του, ο με πορτορικάνικη ρίζα Alves υποχρεώνεται να εγκαταλείψει εκείνο το μούσι που τον έκανε να μοιάζει κάτι ανάμεσα σε παράνομο μετανάσταση και δύσμοιρο ξάδερφο της οικογενείας Σταλλόνε και φοράει –κυριολεκτικά- επί κεφαλής τη «σωστή κώμη», ενώ Meniketti και Kennemore μοιράζονται τις πασίγνωστες ανταύγειες Coverdale εποχής, απ’ αυτές που εξαπατούν ότι δήθεν διώχνουν μια 5ετία ηλικίας απ’ τους ώμους κάθε ρόκερ που θέλει να αναμετρηθεί με τον Jon απ΄το New Jersey. Τέλος, τα 10 κομμάτια τυλίγονται σε ένα αρκούντως αφηρημένο φωτογραφικό κόνσεπτ επιμέλειας του υψηλού προφίλ ιλουστρέϊτορ Hugh Syme: η αμπούλα θρυματίζεται και ένας κυπαρισσί ιός γεμάτος κόκκους εξαπλώνεται κατά μήκος του εξωφύλλου. Για το οπισθόφυλλο και το εσώφυλλο που ντύνει το σελοφάν του βινυλίου, οι τέσσερις Y&T ποζάρουν φουλ ρετουσαρισμένοι στον μοδάτο "τσαλακωμένο" φόντο του Glen Wexler.



Με στάνταρ Σεπτεμβρίου του ’87, δε θα μπορούσε κανείς να έχει σοβαρό παράπονο από το μουσικό περιεχόμενο. Ούτε η γενιά του εκμοντέρνισμένου hair metal, ούτε οι καταναλωτές του MTV, ούτε οι fans των Y&T. Στις φλέβες του ομώνυμου τρακ τρέχει κάτι από τη φόρμουλα του “Livin’ On A Prayer”, με τα ενισχυμένα φωνητικά να προορίζονται για αναπλήρωση στο live από τη συμμετοχή του κοινού. Τα “L.A. Rocks” και “Kid Goes Crazy”, αυτοαναφορικά της ροκ σταρ καλοζωίνας, στη νόρμα του “Barrom Boogie” και του “Squeeze”, βουτηγμένα στη ρηχότητα και την αφθονία της δυτικής ακτής.
Το “Temptation” – αν όλα πήγαιναν όπως έπρεπε – θα ήταν το δεύτερο single, με πολλές πιθανότητες να ντυθεί με ένα καλό βίντεο κλιπ. Το “Armed And Dangerous” προχωρά σαν ελαφρύ τεθωρακισμένο, περιέχοντας σε περίληψη τα καλύτερα στοιχεία του ήχου τους - ριφ, κουπλέ, ρεφραίν, σόλο, όλα διαυγή και άμεσης επίδρασης. Το δίδυμο “Rhythm Or Not” και “Bodily Harm” μπορούνε με το groove να κρατήσουν οποιοδήποτε κοινό στις μύτες των ποδιών του, ενώ το “Eyes Of A Stranger” είναι σκληρό και λάγνο, απ’ αυτά που θα έκαναν πολλές μπάντες της σκηνής του L.A. να φλυαρούν σε συντεύξεις για την έμπνευσή τους. Μέχρι και η outro μελωδία του “I’ll Cry For You” που κλείνει τη δεύτερη πλευρά, ένα instrumental ανάμεσα σε Randy Roads και Gary Moore, υπενθυμίζει ότι έχουμε να κάνουμε με μια μπάντα μουσικών, όχι hair metal υποκριτών της σειράς.




Το φθινόπωρο έχουν βγει ήδη σε περιοδεία, ξεκινώντας από αίθουσες των 3.000 θέσεων στην έδρα τους, το San Francisco, τις οποίες ανέκαθεν γέμιζαν άκοπα. Όμως, πάνω που ανέμεναν ένα promo σπρώξιμο, βρέθηκαν παγιδευμένοι στις εταιρικές επιλογές της πλέον πληθωριστικής για το hard rock εποχής ολόκληρης της δεκαετίας: Μέσα σε λίγους μήνες η Geffen είχε τραβήξει όλα τα σωστά χαρτιά και δεν ήξερε ποιά να πρωτοπαίξει για να τινάξει τη μπάνκα στον αέρα.
Οι "καινούριοι", καλοσιδερωμένοι, Whitesnake ήταν κι αυτοί σε αμερικάνικη περιοδεία, με τα “Here I Go Again” και “Is This Love” να σαρώνουν μπαίνουν στο τοπ-10, οι αποτοξινωμένοι Aerosmith κάνουν δυναμική επάνοδο με το “Permanent Vacation”, ενώ από τα αειθαλώς πρεζοφόρα προάστια του L.A. έρχεται με φόρα ένα τρίτο, πρόσφατο απόκτημα της Geffen, κάτι απροσάρμοστοι ονόματι Guns N' Roses. Μετά από μόλις 20 συναυλίες, με το “Contagious” να ξύνει τον πάτο του Hot-200 του Billboard και τους παλιούς φανς να έχουν δεύτερες σκέψειες για την επιτηδευμένη pop metal εικόνα των Y&T, η όλη υπόθεση φρενάρισε άδοξα.
Ο John Calodner -o μουσάτος «μάγος» του τμήματος A&R της Geffen και γενικός κουμανταδόρος του ροκ ρόστερ της εταιρίας- χωρίς ποτέ να το παραδεχθεί, θεώρησε το δυναμικό της μπάντας ξοφλημένο. Έχοντας τρεις πλατινογεννούσες όρνιθες στο κοτέτσι, μπορούσε να ζήσει και χωρίς κόκκορα. Η Geffen, στην ουσία, τράβηξε την πρίζα, αφήνοντας τη μπάντα να χρηματοδοτήσει μόνη της την όποια περαιτέρω πρωτοβουλία. Ούτε δεύτερο βίντεο – κλιπ, ούτε  διαφήμιση σε εθνικό δίκτυο.
«Ο δίσκος μας ήταν καλός, ίσως λίγο πιο ποπ απ’ ότι θά’ πρεπε, αλλά καλός. Όμως, πουλούσε 2.000 κομμάτια την εβδομάδα σε όλη τη χώρα, ενώ οι αντίστοιχοι των Whitesnake και των Aerosmith 20.000. Μαντέψτε ποιοί έγιναν προτεραιότητα για τους ανθρώπους της Geffen. Ακόμη μια φορά δε θα είχαμε την ευκαιρία να διεκδικήσουμε κάτι μεγαλύτερο. Απογοητεύτηκα. Είπα, τέρμα, αυτό ήταν. Ήταν η τρίτη φορά μέσα σε τρία χρόνια που μια δεύτερη εταιρία νιώθαμε ότι μας εγκατέλειψε.



Ένα ακόμη πολύ δυνατό άλμπουμ (“Ten”) ήρθε από τους Y&T μετά τρία χρόνια, όμως η εμπορική του πορεία υπήρξε ανάλογη. Διέλυσαν μετά από ένα επετειακό live, που κυκλοφόρησε  στα τέλη του 1991. Όπως, σπανιώτερα απ’ όσο θα θέλαμε, συμβαίνει, ο χρόνος δικαιώνει τις πραγματικές αξίες. Με την εκπνοή της βασανιστικής δεκαετίας του ’90, έγινε φανερό ότι ανά τον κόσμο εξακολουθούσαν να αναπνέουν πολυάριθμοι πυρήνες οπαδών του παλιού hard rock, αυτού με το οποίο είχαν στο μεταξύ γενιές ανθρώπων μεγαλώσει. Αυτοί και επανέφεραν τους Y&T στο προσκήνιο, αφού, κινούμενοι ανεξάρτητα από τις καταναλωτικές βουλές της μουσικής βιομηχανίας κράτησαν τη μουσική τους ζωντανή, αγοράζοντας «άχρηστους» δίσκους όπως το “Contagious” σε προσφορά, γράφοντάς τους σε κασσέττες και ανταλλάσσοντάς τους, μιλώντας για το πόσο υποτιμημένοι υπήρξαν στην εποχή τους οι Y&T δίπλα σε μπάντες που είχαν καλύτερες δημόσιες σχέσεις, αλλά ελάχιστη μουσικότητα και ακόμη λιγώτερο rock ethic.
Στις 12 Σεπτεμβρίου του 2012, ω του θαύματος, οι Y&T εμφανίστηκαν ζωντανά στο «KYTTAΡΟ», σε μια συναυλία που θα περάσουν χρόνια για να ξεχαστεί. Αποδεικνύοντας αφενός πόσα πολλά καλά κομμάτια έχει υπογράψει, αφετέρου ότι καθένα τους αποκτά μια δική του ζωή όταν παίζεται με τη δέουσα ορμή πάνω στη σκηνή, ο Meniketti διάλεξε κι έπαιξε από το υποτιμημένο “Contagious”, τα “Rhythm Or Not”, “Eyes Of A Stranger” και “I’ ll Cry For You”, το τελευταίο αφιερωμένο στον εκλιπόντα Phil Kennemore.
Και, μα την αλήθεια, ακούγονταν τόσο καλά, όσο ποτέ.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Fargo: "Constellation"


Τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά για τους γερμανούς Fargo, ένα από τα δεκάδες σχήματα που προσπάθησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Scorpions, σχηματοποιώντας, παρά τα εμπόδια της γλώσσας, ένα hard rock προοριζόμενο για να ακουστεί διεθνώς.

Τους έφτιαξαν το 1973 στο Αννόβερο δύο Peter, οι Knorn (μπάσο) και Ladwig (κιθάρα). Σύντομα ξεχώρισαν στο τοπικό live κύκλωμα και μερικά χρόνια αργότερα υπέγραψαν δισκογραφικό συμβόλαιο. Όμως, πριν κυκλοφορήσουν ο,τιδήποτε, ο lead Κιθαρίστας τους, ονόματι Matthias Jabs προτίμησε να ενταχθεί στους Scorpions.
Παρ’ όλα αυτά, έχοντας πίσω τους το γερμανικό τμήμα της ΕΜΙ, οι Fargo κυκλοφόρησαν το 1979 το ντεμπούτο τους άλμπουμ (ακολούθησαν άλλα τρία) και περιόδευσαν σε ολόκληρη την Ευρώπη σαν σαπόρτ με μεγάλα ονόματα (μ.α. AC/DC, Mothers Finest και The Small Faces). Στιβαροί και αξιόπιστοι στα live, είχαν ως ‘highlight” την κωλοτούμπα που συνήθιζε ο Knom, με το μπάσο να παίζει κανονικά – πόσο πιο Γερμανοί;  Τα πράγματα εξελίχθηκαν όμως άδοξα. Μετά το ’82, το μουσικό στυλ τους για τη νέα γενιά αποτελούσε απομεινάρι των ‘70s. Το συμβόλαιο δεν ανανεώθηκε και οι Fargo διαλύθηκαν, έστω κι αν απ’ αυτούς προέκυψαν λίγα χρόνια αργότερα οι Victory.
Πάντως, αν πρόσφατα ο Peter Knorn δεν είχε γράψει ένα βιβλίο για τη ζωή του ως μουσικού, μάνατζερ συγκροτημάτων και επικεφαλής δισκογραφικής εταιρίας, ανασύροντας μνήμες από την πορεία των Fargo, κανείς δεν θα μπορούσε να θυμάται ότι υπήρξαν. Το βιβλίο σημείωσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία στη Γερμανία, με αποτέλεσμα το ερώτημα να προκύψει φυσικά : Πώς θα ακούγονταν οι Fargo αν υπήρχαν σήμερα; Ακόμη καλύτερα, αν τα μέλη τους ζουν και μπορούν να επιστρέψουν;
Ο μπασίστας από το Αννόβερο συζήτησε το ενδεχόμενο με τον τραγουδιστή και κιθαρίστα των αυθεντικών Fargo, Peter Ladwig και αφού εξασφάλισαν τη βοήθεια του έμπειρου Arndt Schulz (κιθάρα, πρώην Harlis, Jane) και του νεαρού Nikolas Fritz (τύμπανα, πρώην Mob Rules) άρχισαν να περιοδεύουν, ενώπιον κοινού παλαιοροκ μπυρόβιων εντός και εκτός Γερμανίας. Φανερά γερασμένοι από πλευράς εμφάνισης οι δύο αυθεντικοί Fargo ανέτρεψαν τα δεδομένα, καθώς, όπως πρώτοι οι ίδιοι συνειδητοποίησαν, παρέμεναν ικανοί και ορεξάτοι για το δύσκολα αυθεντικό blues rock που είχαν ξεκινήσει να παίζουν τέσσερις δεκαετίες πριν.
Ο ενθουσιασμός των ίδιων αλλά και του κοινού έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε δοκίμασαν το αδιανόητο. Την ηχογράφηση ενός καινούριου άλμπουμ μετά από 36 χρόνια. Του πρώτου μετά το “Frontpage Lover” του 1982, το οποίο, παρεμπιπτόντως, είχε περάσει από τη δισκοκριτική του αείμνηστου Γιάννη Κουτουβού, στην πρώτη χρονιά της κυκλοφορίας στην Ελλάδα του περιοδικού "Heavy Metal”.
To άλμπουμ λέγεται “Constellation” και είναι μια ευπρόσδεκτη classic rock ανάσα, που οπωσδήποτε, χωρίς να έχει σημάδια πρωτοτυπίας ή ιδιαίτερης συνθετικής λάμψης, θα τέρψει τους πάλιουρες που ακούνε με αναλογικό αυτί, αναλογικά κομμάτια, δυσανάλογα γερά σε ψυχή με ο,τιδήποτε σύγχρονο ψευδοροκ κυκλοφορεί. Έχει διαχρονικά αποδειχθεί δύσκολο σ’ ένα απαιτητικό αυτί να δέχεται γερμανούς να παίζουν αμερικάνικες ροκ πατέντες, χωρίς να ακούγονται από ανυπόφορα ως φρικτά αντιγραφικοί (συχνά και με τραγελαφική προφορά). Όμως, εδώ το πράγμα παρουσιάζεται με αυτοπεποίθηση και ροή. Το “Step Back” ανοίγει παλιομοδίτικα με slide να το διατρέχει και λόγια για τραίνα που φεύγουν γρήγορα κι αφήνουν πίσω τους χρόνια και καιρούς.
Το “Don’t Talk” έχει το A.O.R. υπερεγώ που οδηγούσε τις περισσότερες μπάντες που προσπαθούσαν να τα καταφέρουν το 1983, το “Cross To Bear” έχει καλή μελωδική γραμμή και ελαφριά southern αύρα, τo “Losers Blues ένα ZZTop-ειο stomp, όπως και το Leave It”. Στο Southern Breezeοι στίχοι – σαν inside joke- συμπεριλαμβάνουν τους τίτλους από 20 Hits του Elvis. Είναι ο ήχος που γουστάρουν οι Fargo από τότε που φτιάχτηκαν.
Στα Buzz Buzz και “Dont Talk” μάλιστα ο αρχικός του ντράμερ Franky Tolle ξαναπιάνει τις μπαγκέτες, δίνοντας έναν αέρα reunion στην κυκλοφορία.
Αποτελούν κάτι τέτοιοι τύποι παραδείγματα; Έχουν θέση στη σημερινή πολυδιασπασμένη μουσική σκηνή; Εξαρτάται κυρίως από τις προσλαμβάνουσες του ακροατή και την ηλικία του. Ευθύ και τίμιο άκουσμα, με τις «γερμανικές» γωνίες πολύ καλά λαξευμένες, σε σημείο να μην αλλοιώνουν το τελικό, κατεξοχήν παλαιοροκάδικο, αποτέλεσμα. Θα πετύχαινε το στόχο του διάνα, αν κάποιος νέος ακροατής αναζητούσε τα παλιά των “Fargo”, τα οποία και όντως αξίζουν.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Gioel/Castronovo: “Set the World on Fire”


Από την μία ο Johnny Gioeli (Hardline, Axel Rudi Pell) είναι ένας εξαιρετικός τραγουδιστής. Από την άλλη ο Deen Castronovo (Hardline, Revolution Saints, The Dead Daises και Journey) είναι ένας σπουδαίος μουσικός. Οι δυο τους γνωρίζονται από το σωτήριο έτος (του μελωδικού hard rock) 1992 που συνεργαστήκανε στο μαγικό ντεμπούτο των Hardline.

Σήμερα και μετά από 25 χρόνια περίπου, οι δυο τους συνεργάζονται για άλλη μια φορά για να μας προσφέρουν ένα ακόμη κορυφαίο άλμπουμ.
Το εναρκτήριο άσμα του άλμπουμ είναι το  "Set The World On Fire" και πρόκειται για ένα από τα κορυφαία κομμάτια του δίσκου.
Στη συνέχεια με το "Through" η μπάντα μας προσφέρει ακόμη ένα τραγούδι που θα συναρπάσει κάθε οπαδό των Revolution Saints αλλά και αυτούς που αναπολούν τους παλιούς καλούς Hardline.
Έξυπνες  μελωδίες, σπουδαία φωνητικά  (πραγματικά αγαπώ τη φωνή του Castronovo), υπέροχες ενορχηστρώσεις και γενικότερα είναι από τα αγαπημένα μου.
Το ‘μπλουζάδικο’  "Who I Am" έρχεται να προστεθεί και αυτό στα highlights του άλμπουμ. Ο Mario Percudani είναι υπεύθυνος για τις κιθάρες και πιστέψτε με κάνει εκπληκτική  δουλειά σε ότι αφορά τα κιθαριστικά μέρη.  Τα σολαρίσματα του εδώ είναι γεμάτα συναισθήματα και μαζί με αυτούς τους εξαιρετικούς μουσικούς  εκτοξεύει το τραγούδι σε άλλο επίπεδο.  Τα "Fall Like An Angel" και η μπαλάντα "It's All About You" είναι και τα δύο πολύ καλά, ενώ στο "Need You Now" έχουμε να κάνουμε με μία από τις κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ. Σύγχρονο με φανταστικό ρυθμό και με εκπληκτικές μελωδίες να το περιβάλουν το “Need You Now” είναι ακόμη ένα highlight.
Λατρεύω το επόμενο κομμάτι που ονομάζεται "Ride Of Your Life".
Αυτό μου θυμίζει λίγο απο Journey, λίγο από Night Ranger (ειδικά στη χορωδία) και όταν ‘μπαίνει’ το ρεφραίν είναι απόλαυση!! Το συναισθηματικό "Mother", το pop-rock  "Walk With Me" και το πιο δυνατό "Run For Your Life" είναι και τα τρία υπέροχα δείγματα αυτού του νέου πονήματος.
Οι κορυφαίοι μουσικοί δημιουργούν κορυφαία και ποιοτική μουσική, τέλος! Οι Gioeli και Castronovo, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι δύο από τους κορυφαίους τραγουδιστές-μουσικούς εκεί έξω και δεν χωράει αμφιβολία για αυτό.
Εάν γουστάρετε μπάντες όπως  Hardline, Journey,  Revolution Saints και Night Ranger ή απλώς αγαπάτε  AOR γενικώς, τότε το συγκεκριμένο δισκάκι είναι για εσάς.

Βασίλης Χασιρτζόγλου

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Dee Snider: "For The Love Of Metal"

Περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, έχουμε ανάγκη από μούρες που επιβίωσαν, που να σημαίνουν κάτι και – στην καλύτερη περίπτωση – να έχουν κ α ι να πουν κάτι. Ο 63χρονος Dee Snider των Twisted Sister είναι μια από αυτές.

Ενώ οι ύμνοι που συνειρμικά μας τον θυμίζουν κοντεύουν να συμπληρώσουν τα 35 χρόνια ζωής, ο ίδιος δεν πνίγηκε, όπως πολλοί συνομήλικοί του, στα καυσαέρια που άφησε ο μύθος του καθώς άφηνε πίσω του τις ένδοξες εποχές και προχωρούσε προς το άγνωστο. Κοίταξε να πάρει τη μπίζνα στα χέρια του. Δεν έκανε κόνσεπτ άλμπουμ και δεν αναζήτησε να παίξει με συμφωνικές ορχήστρες. Έμεινε σταθερός, υγιής, εύγλωττος, αιχμηρός.
«Δεν έγραψα ούτε μία νότα, ούτε έναν στίχο σ’ αυτό το δίσκο. I'm not gonna bullshit you; I don't bullshit anybody. Ο Jamey Jasta, αυτός το πιστώνεται. Με μελέτησε εξονυχιστικά πριν μου παρουσιάσει το δίσκο. Με ψυχολόγησε με απίστευτο τρόπο, την φωνή μου, τους στίχους που έχω γράψει στο παρελθόν. Όλο το υλικό το ένιωσα από την πρώτη στιγμή σα να το’χα γράψει ο ίδιος, σα νά' ρχεται μέσα από την ψυχή μου. Μου μίλησε».
Ο πολυπράγμων Jamey Jasta, 41 ετών, σεσημασμένος hardcore sludgoκέφαλος (βλ. HATEBREED), μουσικός και ραδιοφωνικός παραγωγός, προέβη στο διάβημα επειδή είναι fan. Και το να κάνει ένας fan ένα tribute στον ήρωά του, βάζοντας μέσα στοιχεία από τον εαυτό του και προσφέροντας το tribute στον ίδιο τον ήρωά του να το τραγουδήσει, είναι από τα πράγματα που στον σημερινό χαοτικό μουσικό κόσμο δίνουν μια κάποια λογική. Είναι η πρώτη φορά από το 1992 και τους Widowmaker που ο Snider νιώθει άνετα να υπογράψει καινούριο υλικό με τέτοια φρεσκάδα και σχέση με το σήμερα.
Κατά την ηχογράφηση του άλμπουμ η 85χρονη μητέρα του Snider, ενεργός καθηγήτρια ζωγραφικής, υπήρξε θύμα τροχαίου. Υπέστη εγκεφαλική βλάβη, έμεινε φυτό και μετά από δύο μήνες στην εντατική πέθανε. Και ο γιος της, έκανε αυτό που κάνει μια ζωή. Διοχέτευσε όλη την ενέργεια, την ένταση, την αγριάδα και την απόγνωση στην ερμηνεία στίχων που τρυπάνε το κιθαριστικό μπαράζ και εξωθούν σε headbanging.
Ο δίσκος αποτελείται από 12 κομμάτια που επενεργούν με τον τρόπο αυτό το ένα μετά το άλλο. Όλα μεταξύ 3 και 4 λεπτών, μια ενεσάρα αδρεναλίνης που συνδέει τις κλασσικές μελωδίες του Dee με τον όγκο και την ταχύτητα της νέας γενιάς του metal, χωρίς αυτό σε καμία στιγμή να ξεπέφτει σε εκμοντερνισμό. Κυριαρχούν οι φορτισμένες μελωδίες, τα καθαρά κουπλέ και τα κοψίματα που παίρνουν κεφάλια. Τα “Tomorrow’s No Concern”, “I’m Ready”, “Become The Storm” Και το ομώνυμο “For The Love Of Metal” είναι τα πλέον χαρακτηριστικά. Υπεύθυνοι γι΄αυτό – και εδώ είναι το πλέον ελπιδοφόρο – είναι μια συμμαχία νεαρών metal μουσικών που δεν πρόλαβαν καν τον Dee στην ακμή του, μεταξύ ’84 και ’85.



«Η κόρη μου με τράβαγε καιρό σε συναυλίες ακραίου μέταλ, metalcore και τέτοια. Κάθε φορά, έρχονταν μουσικοί, φανς, πρόσωπα νέα, της σημερινής σκηνής και ήθελαν να με χαιρετήσουν, να φωτογραφηθούν μαζί μου, να μου σφίξουν το χέρι. Αλλά παρ’ όλα αυτά, δεν είχα αντιληφθεί για καλά το τί σήμαινα συνολικά σαν παρουσία στην οικογένεια του metal.. με το που μαθεύτηκε ότι είπα ναι στο project άρχισαν να έρχονται για να συμμετάσχουν, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς χρήμα, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς συμβόλαιο, χωρίς σχέδια προώθησης, πολλά ταλαντούχα νεαρά παιδιά.  Ένιωσα τυχερός που σημαίνω τόσα πολλά σε αυτά τα παιδιά, τόσα χρόνια μετά. Και θέλω να πιστεύω ότι πηγαίνει πιο μακριά από τη μουσική που έγραψα. Πάει σε όλα αυτά που είχα πει τότε στην Ουάσινγκτον. Από τότε, πολλά παιδιά είχαν βρει σε μένα μια φωνή που τους εκπροσωπούσε».
«Όταν ξεκίνησα  να ακολουθώ το moοd του λικού αυτού δεν μπορούσα να σταματήσω, τρεφόμουν από την έμπνευση που είχαν όλα αυτά τα παιδά για μένα. Έβαλα μέσα στο υλικό αυτό όλο μου το είναι, γιατί αυτή η μουσική για μένα είναι όλη μου η ζωή: το να την ακούω, να παίζω, να την τραγουδάω, να ροκάρω».

Πέρα από τον Jamey Jasta και τον 36χρονο παραγωγό και ντράμερ Nick Bellmore και τον αδελφό του Charlie των KINGDOM OF SORROW, συμμετέχουν οι Howard Jones (πρώην KILLSWITCH ENGAGE), Mark Morton των LAMB OF GOD, η Alissa White-Gluz των ARCH ENEMY (ντουέτο με τον Snider στο αντι-bullying “Dead Hearts”), Joel Grind και ο Nick Bellmore των TOXIC HOLOCAUST.
Δεν υπάρχει επίλογος, ούτε πρόλογος. Ο άνθρωπος αυτός τα λέει όλα:
«Γουστάρω το metal. Πάντα το γούσταρα. Ήμουν εκεί πριν καν αρχίσει να λέγεται metal, τότε λεγόταν hard rock. Στο πρώτο άλμπουμ των Zeppelin, στο πρώτο των Blue Cheer, το πρώτο των Grand Funk. Όλων αυτών που κατεδάφισαν τη γενιά του Γούντστοκ. Όπως είπε και ο Rob Halford, το να είσαι μέταλ είναι όπως το να είσαι πεζοναύτης Μια φορά είναι αρκετή για να είσαι headbanger μια ζωή ολόκληρη. Θυμάμαι, ήμασταν σε μια πτήση με τον μακαρίτη A.J. Pero. Εγώ είχα κλείσει τα 60, εκείνος θά’ ταν κάπου 55. Βάλαμε τα ακουστικά και τα κουμπώσαμε στο ίδιο μέταλ άλμπουμ. Ταξιδεύαμε στην πρώτη θέση και χωρίς να το καταλάβουμε αρχίσαμε να χτυπάμε ρυθμικά τα πόδια μας και τα πλαϊνά στις δερμάτινες θέσεις. Αν κάποιος δε μας ήξερε θα έβλεπε δύο τύπους γερασμένους να την βρίσκουν σιωπηλά, πετώντας κάτι Yeah!”, τραγουδώντας σκόρπιους στίχους δυνατά. Πιάσαμε να τραγουδάμε, πριν το συνειδητοποιήσουμε. Αυτό λοιπόν, δε φεύγει με τίποτα. Ποτέ. Και είμαι πολύ χαρούμενος που δεν φεύγει. We are all fucking metal».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Dire Straits: “Alchemy”


Oι Dire Straits, ήταν μία μπάντα που ένωνε συνήθως τους πιο σκληροπυρηνικούς οπαδούς της metal μουσικής μαζί με εκείνους που τα ακούσματα τους είχαν πιο rock προσανατολισμό. Η επιτυχία αυτή ήταν κατά βάση αποτέλεσμα του εξαιρετικού κιθαριστικού παιξίματος του σπουδαίου συνθέτη και μουσικού του Mark Knopfler αλλά και του κρυστάλλινου ήχου και συνθέσεων που παρήγαγε το συγκρότημα.

Βρισκόμαστε λοιπόν κοντά στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και ήδη οι Dire Straits έχουν κλείσει επτά χρόνια δισκογραφικής πορείας με θαυμάσιες κυκλοφορίες στο ενεργητικό τους και ουσιαστικά έχουν ολοκληρώσει τον πιο δημιουργικό τους κύκλο μιας και τα τέσσερα άλμπουμ που είχαν κυκλοφορήσει ως τότε τα “ Love over Gold”, “Making Movies”, “Communiqué” και το ομότιτλο είχαν γίνει χρυσά και πλατινένια και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού χάριν στο αστείρευτο και ανεξάντλητο ταλέντο της μπάντας που η λέξη ποιότητα ήταν συνυφασμένη μαζί τους.
Πάνω λοιπόν στη  καλύτερη τους περίοδο, σε όλα τα επίπεδα αφού και συναυλιακά είχαν τεράστια επιτυχία και λίγο χρόνια πριν έρθει η απόλυτη εμπορική απογείωση του “Βrothers in Arms, η παρέα του Mark Knopfler  χαρίζει στους οπαδούς του, ένα χορταστικό live το οποίο ηχογραφήθηκε στις 22 και 23 Ιουλίου του 1983 στο
Hammersmith Odeon του Λονδίνου και κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1984.
To περιεχόμενο του “Alchemy” είναι ένα μικρό "best of" από τραγούδια που μέχρι και σήμερα προκαλούν ρίγη συγκίνησης και ξυπνούν υπέροχες αναμνήσεις.
Το ξεκίνημα γίνεται με το Once Upon A Time In The West και σε βάζει απ’ ευθείας στο κλίμα, τι εστί Dire Straits με μία μακροσκελή εκτέλεση που δημιουργεί πανδαισία ήχων και ρυθμών με την βραχνή και νωχελική φωνή του Mark Knopfler περισσότερο να μουρμουρά παρά να τραγουδά όπως γίνεται βέβαια και στα περισσότερα κομμάτια της αγγλικής μπάντας.
Ακολουθεί το εκπληκτικό “Expresso Love”  όπου η κιθάρα γίνεται κέντημα και εργόχειρο μαζί και οι στροφές πέφτουν στη συνέχεια με  το τρυφερό “Romeo and Juliet”.
 To ανατριχιαστικό και μνημειώδες Private Investigations” λειτουργεί σαν μία ιεροτελεστία που καλεί τις δυνάμεις του ουρανού να συντονιστούν μαζί τους, με τα πλήκτρα του Alan Clark δημιουργούν μοναδικές εσωτερικές δονήσεις.
Ακολουθεί ο κλασσικός ύμνος του γκρουπ, “Sultans of Swing” με τα κιθαριστικά σόλα να έχουν την τιμητική τους και το κοινό να παραληρεί ενώ το "ροκνρολέ"  Two Young Lovers απλά συνεχίζει το πάρτι που έχει ήδη στηθεί με το σαξόφωνο του Mel Collins να δίνει ένα ξεχωριστό χρώμα.



Η συνέχεια ανήκει στοTunnel of Loveπου εκπλήσσει αρχικά με την εισαγωγή μιας και είναι δανεισμένη από το περίφημο "Carousel Waltz" στο οποίο πάλι το σαξόφωνο του Mel Collins μαγεύει τα πλήθη σε συνδυασμό με την κιθάρα του Mark Knopfler να παίζει ένα συναρπαστικό κρυφτό μελωδικών εκρήξεων το οποίο κορυφώνεται όσο πλησιάζει το κομμάτι προς το τέλος του.
ΤοTelegraph Road” που ακολουθεί με τους εσωστρεφείς στίχους, ξεκινά ήρεμα και η λυρικότητα του χάνεται στη συνέχεια αφού οι εναλλαγές ρυθμών είναι απανωτές ενώ η ενορχήστρωση είναι εμπνευσμένη και επιβλητική.
Το Alchemy ολοκληρώνεται με το ροκέ και κεφάτοSolid Rock και κλείνει με το υπέροχο ορχηστρικό “Going Home που υπάρχει στην ταινία “Local Hero” όπου ο M. Knopfler έχει υπογράψει και το ανάλογο soundtrack.
Η συμβολή του μπασίστα John Illsley, του κιθαρίστα Hal Lindes και του ντάμερ Terry Williams πάνω στο σανίδι του Hammersmith εκείνο τον Ιούλιο ήταν καθοριστική ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι μοναδικό και απολαυστικό.
Σίγουρα αξίζει να αναφέρουμε ότι το περίεργο εξώφυλλο του διπλού δίσκου φιλοτέχνησε ο Αυστραλός εικαστικός αβαντ-γκαρντ καλλιτέχνης  Brett Whiteley που το είχε ονομάσει «Αλχημεία» και που πήρε τον τίτλο  το συγκεκριμένο live album.
Στην cd έκδοση του “Alchemy” υπάρχει ένα επιπλέον κομμάτι, το "Love Over Gold" που έγινε ξανά ρεμίξ και επανακυκλοφόρησε στις 8 Μαΐου 2001.
Με λίγα λόγια το “Alchemy” είναι η καλύτερη παρέα για όσους ειδικά αναπολούν στιγμές της εφηβείας τους και παράλληλα είναι μία δυνατή γεύση ώστε να νιώσετε ξανά και ξανά, την γοητεία ενός σπουδαίου μουσικού σχήματος που έγραψε ιστορία.

Φώτης Μελέτης

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018

Roger Daltrey: “As Long as I Have You”


Είμαστε στο 2018 και κάτι "κουρασμένα παλληκάρια" κατορθώνουν να κυκλοφορούν ένα από τους πιο όμορφους δίσκους της φετινής χρονιάς και παρότι ο χρόνος είναι ανίκητος ο Roger Daltrey φαίνεται ότι δεν τον παίρνει και στα σοβαρά και απτόητος συνεχίζει να δημιουργεί και να μας χαρίζει δυνατές μουσικές συγκινήσεις.

Η φωνή των WHO κοντεύει τα 75 έτη και πάνω από μισό αιώνα ροκάρει ασταμάτητα ενώ με τούτη την δισκογραφική του δουλειά μπορεί να εκθέτει με το κέφι, το μεράκι, την ενέργεια αλλά και την μελωδικότητα του κάτι σύγχρονους τύπους που το παίζουν metal και rock με χιτάκια κατασκευασμένα από το youtube και το spotify. Όμως με το  “As Long as I Have You” δεν μιλά η τεχνολογία και οι δημόσιες σχέσεις αλλά ένας πραγματικός και ολοζώντανος ροκ εν ρολλ μύθος που έχει σημαδέψει με την παρουσία και το ταλέντο του τρεις γενιές οπαδών της αγαπημένης μας μουσικής.
Μπορεί ο δίσκος να είναι γεμάτο διασκευές και να έχει τρία μόνο δικά του κομμάτια αλλά οι ερμηνείες το πάθος και η ψυχή που καταθέτει  βάζει κάτω όλους τους εκείνους του νεανίες που δηλώνουν ροκ αστέρες
Το άλμπουμ ξεκινά με το απίθανο ομότιτλο κομμάτι όπου ο κεφάτος και χορευτικός ροκ εντ ρολ ρυθμός ξυπνά και πεθαμένους και είναι από εκείνα τα κομμάτια που τα λατρεύεις με την πρώτη νότα που ακούς και το οποίο είχε πρωτοτραγουδήσει ο Garrett Mimms το 1964. Σημειολογικά αναφέρουμε ότι εκείνη την χρονιά το θρυλικό κουαρτέτο άλλαξε το αρχικό όνομα του από The High Numbers σε The Who.
Στη συνέχεια απολαμβάνουμε το "How Far" της μπάντας του Stephen Stills από το θρυλικό τους άλμπουμ "Manassas" (1972), ακολουθεί το πανέμορφο "Where Is a Man to Go?” των κάντρυ συνθετών Jerry Gillespie & K. T. Oslin, σε μία εκρηκτική ερμηνεία με τρομερά δεύτερα γυναικεία φωνητικά ενώ το φοβερό "Get On Out of the Rainτων Ruth Copeland & Clyde Wilson είναι μία από τις κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ σε funky διάθεση και με τα πνευστά να παραληρούν στο τέλος. Το "I've Got Your Love" ακούγεται πιο ρομαντικό από την πρώτη εκτέλεση του Boz Scaggs ενώ το συγκινητικό "Into My Arms" (Nick Cave) δείχνει απλά το μεγαλείο του Roger Daltrey που δεν διστάζει να διασκευάσει ένα από τα πνευματικά του παιδιά.
Το “You Haven't Done Nothin'” του Stevie Wonder έχει μετεξελιχθεί στην πιο heavy/funky εκδοχή του, με τα δεύτερα γυναικεία φωνητικά και τα πνευστά να παίζουν καθοριστικό ρόλο σε αντίθεση με το "Out of Sight, Out of Mind" (Clyde Otis & Ivy Jo Hunter) όπου διακρίνεται για μία ακόμη φορά η αγάπη του για την soul των sixties.
Ο δίσκος περιλαμβάνει επίσης  το γοητευτικό "Certified Rose" (δική του σύνθεση) που ακούγεται τόσο εξαίσιo και τόσο νοσταλγικό θυμίζοντας Van Morrison και είναι αφιερωμένο στην κόρη του. Το άλμπουμ κλείνει αρχικά με το υπέροχο “The Love You Save" (του Joe Tex) και με το λυρικό "Always Heading Home"  καθώς φέρει την δική του υπογραφή και του συγγραφέα Nigel Hinton και αποτελεί ουσιαστικά μία ωδή στην αστείρευτη μουσική της δεκαετίας του ‘60 που διατηρούσε τον αυθορμητισμό και την έμπνευση στο έπακρο για αρκετά χρόνια πριν εξελιχθεί σε μία νόστιμη κονσέρβα παντός μουσικού είδους.
Κλείνοντας αξίζει να επισημάνουμε την συμβολή του Pete Townshend σε έξι από τις έντεκα συνολικά συνθέσεις δίνοντας το δικό του ξεχωριστό χρώμα αλλά και τα θαυμάσια πλήκτρα τον Mick Talbot (The Style Council, Dexys Midnight Runners).

Φώτης
Μελέτης

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Doomsday Outlaw: "Ηard Times"

Mπορεί να έχουμε συνηθίσει την Frontiers να κυκλοφορεί melodic hard rock/aor άλμπουμ, όμως εδώ η επιλογή των DOOMSDAY OUTLAW ήταν όχι μόνο επιτυχημένη αλλά και μία έξυπνη επένδυση αφού το συγκεκριμένο σχήμα έχει όλα τα φόντα να πρωταγωνιστήσει τα επόμενα χρόνια στον σκληρό ήχο.

Οι Βρετανοί DOOMSDAY OUTLAW υπηρετούν έναν ήχο που έχουμε κυρίως αγαπήσει και λατρέψει από την δεκαετία του '70 δηλαδή  καλοπαιγμένο hard rock, με μπόλικα blues και southern στοιχεία χωρίς να λείπει η μελωδικότητα ενώ η μπάντα προσθέτει παράλληλα και grunge-stoner ρυθμούς.
Το άλμπουμ ξεκινά με το μέτριο ομότιτλο κομμάτι και συνεχίζεται με το αξιόλογο "Over and Over" που θυμίζει Black Crowes. Ακολουθούν το "Spirit That Made Me" που κινείται σε καθαρά zepellin-ικό ϋφος, η συγκινητική μπαλάντα "Into the Light"  και το "Bring It on Home" που έχει ένα ουράνιο ρεφρέν.
Έπεται το λιτό αλλά μελωδικό "Days Since I Saw the Sun" και ερχόμαστε στην κορυφαία στιγμή του δίσκου που είναι το το επικό "Will You Wait" με την ανατριχιαστική ερμηνεία του Phil Poole να σπάει κόκκαλα αλλά και να περιέχει ρυθμούς, μελωδίες και κιθάρες που δημιουργούν μία απίστευτη rock πανδαισία.
Ακολουθεί το "Break You" σε ελαφρώς funky ρυθμό και το "Come My Way" με το ογκώδες μπάσο να παραπέμπει σε grunge εποχές και το άλμπουμ κλείνει με τα "Were You Ever Mine"  και "Too Far Left to Fall" θυμίζοντας ημέρες Soundgarden.
Όσοι λοιπόν γουστάρετε Led Zeppelin, Bad Company, The Allman Brothers Band και David Coverdale  και συνάμα σας αρέσουν οι Alice in Chains και οι Clutch τότε μπορείτε άφοβα να ακούσετε ένα από τα πιο ελπιδοφόρα γκρουπ των τελευταίων ετών.

Φώτης Μελέτης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...