Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Spock's Beard: "The Oblivion Particle"


Παρά τις διαφοροποιήσεις στη σύνθεσή τους, οι Spock's Beard
έχουν να επιδείξουν σταθερά υψηλή ποιότητα στα 23 χρόνια της δισκογραφικής τους πορείας. Ξεκίνησαν στην αρχή των συγκεχυμένων '90s ως μια ακόμη «εκτός τόπου και χρόνου» prog ιδιοτροπία, σύντομα όμως καθιερώθηκαν στο -μειοψηφικό τότε- classic rock ακροατήριο, παρέχοντας μαζί με σχήματα όπως οι Porcupine Tree τη σύνδεση με ροκ παρελθόν που η βιομηχανία προσπαθούσε να διασπάσει.

Κοντά στο γύρισμα της χιλιετίας, άρχισαν οι ανακατατάξεις.
Πρώτα άφησε το μικρόφωνο ο μέχρι τότε βασικός τους συνθέτης
Neal Morse, το 2002. Το γκρουπ συνέχισε με μακρόταλα ουσιώδη άλμπουμ με έντονο χαρακτήρα, όπως τα "Snow" και "Octane". Μετά το "X" του 2010, ο ντράμερ και -μετά την αποχώρηση του Morse- lead τραγουδιστής (κάπως σαν Phil Collins μετά το '75) Nick D' Virgilio έφυγε κι αυτός για να ασχοληθεί με την προσωπική του καρριέρα.
Σαν όμως να ήταν αυτό που έλειπε για να μεταμορφωθούν σε ένα νέο μουσικό ον, πιο συγκεντρωμένο στη μελωδία και τη σύνθεση. Τα cult επίπεδα του "The Light" (του '95) δεν γίνεται να επαναληφθούν, αλλά δεν μοιάζει να ήταν ποτέ αυτός ο σκοπός τους. Σήμερα, απαρτίζονται από τον Alan Morse (αδελφό του Neal, το μόνο ιδρυτικό μέλος σε κιθάρα φωνητικά) τον Dave Meros (από το '93 σταθερό σε  μπάσο, φωνητικά), τον Ryo Okumoto (από το '95 μαζί τους σε πλήκτρα, φωνητικά), τον Jimmy Keegan (από το '11 σε τύμπανα, φωνητικά) και τον Ted Leonard (αρχηγό των Enchant, από το '11 σε σε lead φωνητικά και κιθάρα).
Κατά κανόνα τα prog album θέλουν το χρόνο τους για να απορροφηθούν από τον μέσο ροκ οργανισμό, όμως το 12ο άλμπουμ των Καλιφορνέζων έχει την αρετή να περιλαμβάνει όχι μόνο περιπετειώδη tracks, αλλά και μελωδίες που μένουν, καθώς και μεστές «προσωπικές» ερμηνείες στίχων ικανών να περνούν το χωροχρόνο και να συντροφεύουν τον ακροατή για καιρό. Υπό τον τίτλο «Το Ψήγμα της Λήθης» και διπλωμένο σ΄ένα απ΄ τα λεπτομερή, «παλιά» εξώφυλλα (ιδανικό για βινυλιακό μέγεθος) το άλμπουμ, χωρίς να είναι concept, παίζει με το θέμα του χρόνου και της μνήμης.
Οι εννέα συνθέσεις έχουν διάρκεια μεταξύ 6 και 10 λεπτών, τον αέρα των ώριμων Yes, την στιβαρή μελωδία των Kansas και την αιχμή των ύστερων Rush, γαρνιρισμένες με δόσεις ψυχεδέλειας και νεοκλασσικής ambience.
Το εναρκτήριο ''Tides Of Time'' είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα: η πολυπλοκότητά του και η θεατρικότητα που του προσδίδουν τα πάντα εφευρετικά κήμπορντς του Okumoto δεν αποβαίνουν σε καμία στιγμή σε βάρος της σύνθεσης. Ο δε Ted Leonard στα φωνητικά, στο δεύτερό του μόλις άλμπουμ με το γκρουπ, ακούγεται ακριβής, με συναίσθημα, δύναμη και έκταση, σα νά'ταν εξαρχής μαζί τους.
Το "Minion" αποτελεί κι αυτό μια σύζευξη δυνατού ρεφραίν -αλά παλιών Kansas- που ταξιδεύει πάνω σε μια ποικιλία συναισθημάτων. Το βουκολικό πνευστό και η δομή "Yes εποχής Tormato" του "Hell's Not Enough" έρχεται να τέρψει διαφορετικά.

Τα πλήκτρα του Okumoto δεν είναι η μόνη πηγή πειραματισμού. Ο Alan Morse πέρα από κιθάρα παίζει σε διάφορα κομμάτια ηλεκτρικό sitar, autoharp, μπάντζο και μαντολίνο, ενώ ο ντράμερ Jimmy Keegan αναλαμβάνει πρώτη φωνή στο -με μια γερή δόση Beach Boys στις μελωδίες - "Bennett Builds A Time Machine", όπου ο ήρωας των στίχων (και του εξωφύλλου;) καταφέρνει να φτιάξει μια χρονομηχανή που με τη βοήθειά της θα διορθώνει τα λάθη του παρελθόντος του. Η δυάδα που σχηματίζει με το σχετικά ευθύ, ψυχεδελίζον ''Get Out While You Can'' οδηγεί τον ακροατή σε εύκρατα '60s εδάφη, πριν έρθει το πυρετώδες εννιάλεπτο "A Better Way To Fly", διακατεχόμενο από ένα συναρπαστικό κινηματογραφικό feeling.
Το με κλασσικής ευαισθησίας εισαγωγή από τον Okumoto "The Centre Line" είναι από τα πιο άμεσα κομμάτια του ρεπερτορίου τους, με ρεφραίν ουρανομήκες και μια εντυπωσιακή «διφωνία» κιθάρας - πλήκτρων στη μέση της επτάλεπτης διάρκειάς του.
Το ''To Be Free Again'' είναι ένα επικό κομμάτι, από τα πιο αξιόλογα που έχουν κυκλοφορήσει φέτος στον progressive χώρο. Ξεκινώντας από ένα βαρύ ριφ απελευθερώνει μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων, μέσα από έναν συμφωνικό δαίδαλο στον οποίο ο ακροατής χάνεται μετά χαράς.
Τον δίσκο ολοκληρώνει το "Disappear", ένα ακόμη πολυατμοσφαιρικό εξάλεπτο που παραπέμπει σε διασταύρωση Yes και Weather Report, με γεμίσματα βιολιού από τον David Ragsdale.
Η όλη εμπειρία ακρόασης του «Ψήγματος της Λήθης» είναι από τις πιο ουσιαστικές που μπορεί να δώσει το σύγχρονο prog. Εσκεμμένες συνθέσεις, με νοήμονα πλοκή που στιγμή δεν ξεπέφτει σε χαοτική, ασαφή ή αυτάρεσκη, εύληπτα «κύρια σημεία» σε συνοχή μεταξύ τους και ήχο απολαυστικό απ' άκρη σ' άκρη. Υποψήφιο για τα καλύτερα της φετινής rock παραγωγής γενικώς.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...