Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

PRIMAL FEAR: “Delivering The Black” Featured


Οι Γερμανοί ξανάρχονται με ένα άλμπουμ, το δέκατο αυτήν τη φορά, που θα τους δέσει ακόμη πιο γερά στην θέση που δικαιωματικά τους ανήκει από το 1997 που δραστηριοποιούνται, στον μεταλλικό Όλυμπο ανάμεσα στους κλασικούς του είδους.
Speed/power metal με δύναμη, όγκο και μια παραγωγή που τα αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο. Το “Delivering The Black” είναι ένα κλασικό Primal Fear άλμπουμ και κάτι ακόμη. Είναι η επιβεβαίωση του γιατί τέτοιες μπάντες δεν πρέπει να σταματήσουν την ενεργό τους δράση, η απόδειξη ότι ο παλιός είναι αλλιώς. Ο αειθαλής Ralf Scheepers με κάνει για ακόμη μια φορά να απορώ γιατί δεν τον επέλεξαν οι Priest για την θέση του τραγουδιστή όταν χώρισαν οι δρόμοι τους με τον Halford, απλά υπερηχητικός, σαν να μην τον έχει φθείρει καθόλου ο χρόνος.
Το “Delivering...” είναι αυτό που στην μεταλλική λαϊκή διάλεκτο χαρακτηρίζουμε “δίσκαρο”, χωρίς fillers με τρομερή ροή από την αρχή ως το τέλος που μόνο η μπαλάντα “Born With A Broken Heart” (στο οποίο κάνει δεύτερα φωνητικά η Liv Kristine) καταφέρνει να ανακόψει. Ωμό heavy metal που μετατρέπει το σβέρκο σε μετρονόμο. Ριφάρες, σολάρες, τρομερά δεμένο ρυθμικό μέρος το οποίο όμως θα μπορούσε να είναι λιγότερο επαναλαμβανόμενο, καθώς σε σημεία μου έφερε στο μυαλό drum machine, κυρίως στα πιο γρήγορα κομμάτια. Περισσότερο από κάθε άλλο Primal Fear άλμπουμ, ετούτο εδώ ακούγεται τόσο έντονα Gamma Ray που τσέκαρα τον εαυτό μου να ελέγχω αν όντως είχα φορτώσει τη σωστή μπάντα στον player. Αρκεί να ακούσει κάποιος πχ το “When Death Comes Knocking” για να πειστεί για του λόγου το αληθές. Πέρα από αυτό, οι επιρροές από Judas Priest βέβαια είναι διάχυτες για ακόμη μια φορά σε ολόκληρη την δουλειά τους.
Η παραγωγή δίνει τον απαραίτητο όγκο στην περίσταση, οι 5 Γερμανοί βάζουν τον καλύτερό τους εαυτό, εσείς βάλτε τα ποτά και το cd στο tray και η μαγεία απλά θα συμβεί. Οι Primal Fear κρατούν ψηλά την σημαία του κλασικού heavy metal και στο 2014.

Γιάννης Φράγκος

FREEDOM CALL: “Beyond”



Μου είχε λείψει μια καλή δόση από Happy Metal και τι καλύτερο από ένα album σαν το “Beyond” που αποτελεί την όγδοη κυκλοφορία των Γερμανών Freedom Call.
Ακόμα θυμάμαι το πατατράκ που είχα πάθει όταν είχαν βγάλει το “Eternity” τo 2002. Έκτοτε όλα τα album του group αν και αρκετά έως πολύ καλά είχαν, τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά, περισσότερα Hard Rock στοιχεία σε σχέση με το κλασσικό Euro-Power Metal των πρώτων 3 album με αποκόρυφωμα όπως είπα και πριν, το “Eternity”. Metal ήταν και τα επόμενα album αλλά με κάποιες πινελιές που στα αυτιά μου ακούγονταν κάπως αταίριαστες.
Να σου όμως που εν έτη 2014 οι Γερμανοί αποφάσισαν να βγάλουν ένα album που θα αποτελέσει τη ναυαρχίδα του είδους για το 2014 και όχι μόνο. Με νέο drummer στη σύνθεση, τον Rami Ali (ex- Iron Mask, Frontline etc) και με την επιστροφή του Llker Ersin στο μπάσο μετά από το “The Circle of Life” του 2005 η μπάντα μοιράζει απλόχερα χαρούμενες και ποιοτικές στιγμές Heavy Metal.
Πιο Heavy από τις προήγουμενες δουλειές το “Beyond” προσφέρει σε όλους τους fans αυτό που η ψιχούλα τους επιζητά. Έξυπνες και ευχάριστες κιθαριστικές μελωδίες που αβαντάρονται μαεστρικά από τα πλήκτρα που ζωγραφίζουν πανέμορφες μελωδίες. Το Rhythm Section κρατάει οπισθοφυλακή ενώ ο Chris Bay ερμηνεύει για ακόμα μια φορά εκπληκτικά δείχνοντας γιατί ανήκει στη πρώτη κατηγορία. Κάτι από Kiske, κάτι από Kotipelto, κάτι από Hansi... ή μήπως απλά Chris Bay. Ακούστε το 9λεπτο ομώνυμο κομμάτι με τις Savatage πινελιές και θα του βγάλετε το καπέλο και εσείς.
Η κυκλοφορία είναι κάτι παραπάνω απο προσεγμένη. 14 κομμάτια, όλα με λόγο ύπαρξης και προσφοράς και χωρίς ούτε μία κοιλιά στα 70 λεπτά διάρκειας. Αψεγάδιαστη παραγωγή που αναδεικνύει και τη παραμικρή λεπτομέρεια χωρίς να ακούγεται στυλιζαρισμένη. Το εξώφυλλο σε Fantasy πλαίσια συνεχίζει τη παράδοση της μπάντας αλλά και του είδους.
Μοναδική αδυναμία του “Beyond” θα χαρακτήριζα τη δουλειά στο στιχουργικό κομμάτι. Παιδικοί σε έντονο βαθμό χωρίς κάποιο βάθος αλλά απο την άλλη δεν θα μπορούσα να φανταστω τους στιχους του Metropolis ή Operation Mind-crime με τη μουσική επένδυση των Freedom Call. Προσπεράστε πάντως αυτή την “αδυναμία” γιατί μην μου πείτε ότι όσοι ακούτε τη μπάντα την ακούτε για τον έντονο προβληματισμό που αναδεικνύουν μέσα απο τη ψυχικα φορτισμένη και εσωστρεφή στιχουργική διαδικασία. Μελωδικές και Happy θέλουν και τους αντίστοιχους στίχους.
Καλύτερα κομμάτια το εναρκτήριο “Union of the strong” με τα έντονα Gamma Ray στοιχεία, το “Edge of the ocean” και το personal favorite “Among the shadows”. Για το ομώνυμο τα είπαμε. 9λεπτη επική σύνθεση που θα αγαπηθεί από τους fans, όπως θα συμβεί και με όλο το album.
Powerάδες φίλοι μου λίγη υπομονή ακόμα και στις 24 Φλεβάρη θα έχετε στα χέρια σας τούτη εδώ τη κυκλοφορία και μην κάνετε το λάθος και τη προσπεράσετε γιατί εσείς θα χάσετε.


Λάμπης Κιπενής

CYNIC: “Kindly Bent to Free Us”


Τι κι αν οι Cynic αποφεύγουν τα studios ηχογράφησης, τι κι αν αυτή η χαρισματική ομάδα βλέπει τα σπανίως εκδιδόμενα albums της σαν κρασί που αποδεικνύει την αξία του με τον χρόνο και γι’ αυτό διστάζει να αγγίξει την κληρονομιά που κάποτε θα αφήσει;
Το “Kindly Bent to Free Us” είναι το τρίτο album των Αμερικανών, κι αυτό 21 χρόνια μετά το ντεμπούτο τους. Γνωστό είναι φυσικά το γεγονός της διάλυσης τους από την αρχή, μέχρι και το reunion που ακολούθησε του τέλους της. Παρόλα αυτά, τίποτα δεν τους εμπόδισε από το να αποστασιοποιήσουν το τρίτο εγχείρημα τους από το δεύτερο για κάτι παραπάνω από το μισό δεκαετίας. “Το καλό θέλει χρόνο για να γίνει” θα πει κανείς, αλλά κάτι τέτοιο εδώ θα είναι και αχρείαστο. Οι Cynic κυκλοφόρησαν το εξαιρετικότατο “Carbon-Based Anatomy” στο ενδιάμεσο των δύο τελευταίων studio κυκλοφοριών τους. Είναι απλά ξεκάθαρο ότι μιλάμε για μια μπάντα συνειδητοποιημένη ως προς τον τρόπο έκφρασης της.
Η έκφραση τους και η διάθεση τους στο νέο τους έργο εκδηλώνεται πανέμορφα με το “Moon Heart Sun Head”, ένα κομμάτι με νύξεις στο old-school progressive rock των ‘80s και των early ‘90s, χωρίς φυσικά να ξεφεύγει από το πεδίο του πειραματισμού του group. Δείχνει το παιχνίδι της μπάντας με τις αναμνήσεις του ακροατή, με τον έλεγχο των συναισθημάτων του, με τις πιθανές εκπλήξεις μέσα από μουσικά και φωνητικά ξεσπάσματα που κρύβουν την προέλευση τους σε μια διάσταση πέρα από την δική μας. Δείχνουν το καθηλωτικά απρόσιτο πρόσωπο ενός προσιτού ονόματος, την εναλλακτική μορφή της artistic και φουτουριστικής μουσικής τελετής.
Το “Kindly Bent to Free Us” θα προκύπτει όλο και περισσότερο cool μετά από κάθε ακρόαση. Σε αυτό θα βοηθά το ότι θα γίνεται πιο κατανοητό με την επανάληψη, πιο βατό και, αργότερα, όλο και πιο θελκτικό. Άλλωστε, ποιον κοροϊδεύουμε, είναι μεγαλείο το να μπορείς να συνδέσεις, με κάποιον τρόπο που μόνο εσύ κατανοείς, την απόκοσμη progressive χορωδία σου με την μουσική του “Moon Safari” των Γάλλων Air. Κι αυτό δεν διαρκεί για περισσότερο από μια ή δύο σύντομες στιγμές. Μετά επιστρέφεις στον κόσμο σου.
Με έναν αριστουργηματικό θρίαμβο σαν και το “Infinite Shapes”, κι αυτό στο μέσο του tracklist του “Kindly Bent to Free Us”, οι Cynic ηχογραφούν ένα μεγαλείο.
Στο σύνολο του τελικά το album, με τις οκτώ συνθέσεις που φιλοξενεί, γίνεται επικίνδυνα εθιστικό. Τώρα, ισχύει το ότι ελπίζουμε να κυκλοφορήσουν την επόμενη δουλειά τους συντομότερα απ’ ότι τούτη εδώ μετά από το “Traced in Air”; Όχι. Αυτοί ξέρουν καλύτερα.


Παναγιώτης Πετρόπουλος

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

SUPERCHARGER: “Broken Hearts and Fallaparts”

Ανήμερα τους Αγίου Βαλεντίνου κυκλοφορεί η τρίτη δουλειά των Supercharger, και αντί για σοκολατάκια, καρδούλες και λουλουδάκια, σου έχω άλλη πρόταση.
Αγόρασε το “Broken Hearts and Fallaparts”, πάρε σουβλάκια και μια εξάδα μπύρες και όταν πας σπίτι πες στο “μωρό” να φορέσει τα φτηνά εσώρουχα (αυτά από τη λαϊκή, που σχίζονται εύκολα) και βάλε το cd να παίξει.
Πιείτε τις μπύρες εν χορό, και άσε τα υπόλοιπα να πάρουν το δρόμο τους. Τα βρώμικα ρυθμικά και το rock attitude των Supercharger θα σας φέρουν πιο κοντά (γιατί να πληρώνεις για λάπντανς, εφόσον μπορείς να το έχεις και σπίτι;), και στην πορεία θα κάνετε εξαιρετικό σεξάκι (τι έρωτες και μαλακίες μου τσαμπουνάς;), έχοντας καβάτζα για μετά τα σουβλάκια, για να αναπληρώσεις τις χαμένες θερμίδες (ε, εντάξει, δώσε και στην άλλη λίγο, άμα πεινάει).
Τι; Που να τα προλάβεις όλα αυτά; 40κάτι λεπτά διαρκεί το “Broken Hearts and Fallaparts”, οπότε άπαξ και έχεις περάσει τα “άντα”, δε χρειάζεσαι παραπάνω χρόνο. Αν είσαι μικρότερος, το πολύ πολύ να βάλει το δίσκο στο repeat.
Φυσικά, η νέα δουλειά των Δανών Supercharger δεν έχει εφαρμογή μονάχα σε συνουσιαστικές πρακτικές, αλλά σε κάθε rock party και οποιαδήποτε στιγμή που η “ρέκλα” δεν είναι αυτοσκοπός. Η καλύτερη στιγμή της καριέρας τους, ασυζητητί. 


Στέφανος Στεφανόπουλος

AC/DC: “Let There Be Rock”



In the beginning
Back in nineteen fifty five
Man didn't know 'bout a rock 'n' roll show
'N all that jive
The white man had the schmaltz
The black man had the blues
No one knew what they was gonna do
But Tschaikovsky had the news, he said

Let there be sound, and there was sound
Let there be light, and there was light
Let there be drums, there was drums
Let there be guitar, there was guitar, ah
Let there be rock

And it came to pass
That rock 'n' roll was born
All across the land every rockin' band
Was blowin' up a storm
And the guitar man got famous
The business man got rich
And in every bar there was a superstar
With a seven year itch
There was fifteen million fingers
Learnin' how to play
And you could hear the fingers pickin'
And this is what they had to say

Let there be light, sound, drums, 'n guitar, ah
Let there be rock

One night in a club called the Shakin' Hand
There was a 42 decibel rockin' band
And the music was good
And the music was loud
And the singer turned and he said to the crowd

Let there be rock

Θα μπορούσα να σταματήσω χωρίς ουδεμία τύψη τη συγγραφή αυτού του κειμένου. Μερικές αράδες λέξεων, που από μέσα τους εκλύεται το ίδιο το Είναι του Rock' n' Roll, η προσωποποίηση της ιδέας που σε σφράγισε από την πρώτη φορά που άκουσες ηλεκτρική κιθάρα και αποφάσισες ότι βρήκες το νόημα σου, σ' αυτό το σημείο του χωροχρονικού συνεχούς που ονομάζεται “Ζωή”.
“Let There Be Rock” λοιπόν. Ένα θρυλικό album, από μια θρυλική μπάντα. Γεννημένο το Σωτήριον Έτος 1977, το έπος αυτό έμελλε να αλλάξει οριστικά τον τρόπο αντίληψης του Rock και όχι μόνο για το συγκρότημα, αλλά για όλες τις κατοπινές γενιές μουσικών. Εμφατικά προσανατολισμένο στην χρήση της κιθάρας ως Τέχνη και με τέλεια, για τα δεδομένα της εποχής, παραγωγή, απετέλεσε το ορόσημο και την πραγματική αιτία της παγκόσμιας επιτυχίας που απήλαυσαν αυτά εδώ τα πέντε τσογλάνια από την Αυστραλία.
Στο album αυτό, παγιώνεται ο ήχος των AC/DC, όπως έχει μείνει στη συνείδηση των φίλων τους (και δεν εννοώ μόνο τους αφοσιωμένους που ζουν και αναπνέουν για τη μουσική τους αλλά συνολικά σε οποιονδήποτε δεν πάσχει από ασθένειες των ώτων). Η διαφοροποίηση στην τεχνοτροπία τους που πραγματοποιήθηκε από το “Dirty Deeds Done Dirt Cheap” στο “Let There Be Rock”, αποτελεί μεγαλύτερο “άλμα” από, για παράδειγμα, την μετάβαση από το “High Voltage” στο “T.N.T.”. H μπάντα, είναι ακόμη ριζωμένη στα νέγρικα blues, αλλά είναι το σημείο που οι αδελφοί Young ανακαλύπτουν τον έντονο, δηλητηριώδη, μέσα-στη-μπίχλα ήχο που στην ουσία τους εκτόξευσε στο Πάνθεον του Star System. Όλες οι συνθέσεις είναι ποιοτικότατες, στακάτες και σφιχτοδεμένες, ορίζουν το είδος, με εξαγριωμένα riff, headbanging ρυθμούς και έναν Bon Scott, Υμνητή της καθαρότητας στην επιλογή να ζεις βρώμικα, έναν πραγματικό, ungialadzi, επαναστάτη (σχώρα με αφεντικό, πάνω στον ενθουσιασμό μου, μέσα στις -αύλες είμαι και είναι και πρωί) που με περηφάνια σου τραβάει μια κλωτσιά στον πωπό, προσπαθώντας να σου υπενθυμίσει ότι μπορεί, όλοι οι άλλοι να είναι τρελοί κι εσύ ο λογικός.
Αν προσπαθήσεις να βρεις μεμπτό σημείο στον δίσκο, θα πρέπει να ψάξεις πολύ. Μετά από τα 25 περίπου χρόνια ερωτικά αισθητικής συμβίωσης με το αντικείμενο, η μόνη “ατυχία”, είναι η βαρύνουσα σκιά δύο “ογκόλιθων”, δύο τραγουδιών που ισοδυναμούν με επικύρωση γάμου, όρκο αιώνιας αφοσίωσης στο ιδίωμα. Αναφέρομαι φυσικά στα “Let There Be Rock” και “Whole Lotta Rosie”.
Το ομώνυμο track σου μαγκώνει με την πρώτη νότα τα αχαμνά. Η ταχύτητά του σε κερδίζει άμεσα (και δεν θυμάμαι παρόμοια ισοταχή στιγμή στην διάρκεια της πορείας τους, τουλάχιστον σε όσα έχω παρακολουθήσει και σίγουρα, η ταχύτερη της Bon Scott era), αλλά το σημαντικό στοιχείο, είναι η σημειολογική αποτύπωση της κιθαριστικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των Malcolm/Angus, με τον πρώτο να εκτοξεύει τα απλότατα μεν, πιασάρικα ως οπίσθιο δεκαοκτάχρονης κουκλίτσας δε, riffs και με τον παλαβιάρη Angus να εκτυφλώνει με τα δακτυλικώς απαστράπτοντα solo, αιχμαλωτίζοντας το μεγαλείο αυτού που συνηθίζουμε να καλούμε “Rock 'n' Roll Overdrive” όσο καμία άλλη μπάντα. Το “Let There Be Rock” είναι αντικειμενικά η στιχουργική κορύφωση του album, η πιο ιλαρή και συνάμα ξεγυμνωμένη και απόλυτα αληθινή απόδοση του τι θα πει “I'm A Rocker”, ως φιλοσοφία ζωής και όχι ως συλλέκτης Rock ακουσμάτων, κάτι που δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά, όπως έχει αποδειχθεί πάμπολλες φορές. Ο σαρκασμός είναι άπλετος (“And the guitar man got famous...The business man got rich... σου θυμίζει κάτι αγόρι μου, που έχει βγάλει τα ματάκια σου πάνω στις παρτιτούρες; Ναι, εσένα τον Ρωμιό λέω, οι άλλοι έχουν μουσικό πολιτισμό, μην το ξεχνάς), κάθε φράση και ένα ρητό διαχρονικό, αλήθειες που ο καθένας μας έχει σκεφτεί αλλά δύσκολα θα μπορούσε να τις εκφράσει τόσο άμεσα, τόσο λαϊκά... ανεξίτηλες επιγραφές στο Βιβλίο Της Τέχνης μας.
Όσο για την ηχητική τσόντα που ακούει στο όνομα “Whole Lotta Rosie”, οι λέξεις (οι “κακές” φυσικά) δεν βρίσκονται εύκολα (ή βρίσκονται πανεύκολα, ανάλογα πόσο kathikis you feel). Αγαπημένο mind jerkin' τραγούδι, με έναν τυπικώς πιο “χαζοχαρούμενο”, στιχουργικά, Bon Scott να αφιερώνει το ποίημά του σε μια Νταρντάνω, γριούλα τσατσά (αν δε με απατά η μνήμη μου, πιθανότητα μικρή, να σημειώσω). Το βασικό riff, το ακούς μία φορά και κάνει ισόβιο installation στο μυαλό σου, οποιαδήποτε heavy/rock μπάντα, θα σκότωνε για να το έχει δημιουργήσει η ίδια, με τον Angus να παίζει όσο πιο γρήγορα είναι δυνατόν, ξεσκίζοντας το ταυράκι. Απλό ως συνήθως στη δομή του, εκστατικό στα solo του σε αφήνει με κομμένη την ανάσα επιδρώντας άμεσα στο νευρώνες που απολήγουν τα ακουστικά αισθητήριά σου.
Αν και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την βαρύτητα των δύο έπων, αναφορικά με την γενική αξιολόγηση του δίσκου, θα ήταν άδικο να μην αναφέρουμε τα υπόλοιπα άσματα που συνθέτουν αυτήν τη δημιουργία. Εν αρχή υπάρχει μια διαφοροποίηση ανάμεσα στις εκδόσεις, στις οποίες, στη μεν Αυστραλιανή έκδοση υπάρχει το “Crabsody In Blue”, ένα φιλαράκο-τί-θα-γίνει-θα-βάλεις-ένα-διπλό δωδεκάμετρο μεθύσι, στα ίδια, ίσως και ανώτερα επίπεδα των προαναφερθέντων, που έμεινε στην αφάνεια γιατί στην μεγαλύτερη αγορά της Υφηλίου, στις States, η έκδοση που κυκλοφόρησε, το είχε αντικαταστήσει με το αξεπέραστο “Problem Child”, το οποίο όμως είχε ήδη δει το φώς της ημέρας στο “Dirty Deeds...”! Και μη φανταστείς ότι ακούγεται καλύτερα εδώ ή ότι υπέστη κάποια ιδιαίτερη επεξεργασία, άσε που ίσως και να αποτελεί “κοιλιά” (παρ' ότι κόβει κώλους ως σύνθεση) για την ροή του δίσκου, μιας και είναι εμφανής η διαφορά της παραγωγής σε σχέση με το σύγχρονο υλικό του “Let There Be Rock”. Να, ορίστε ένα “μελανό” σημείο, αν έψαχνες να βρεις ένα, το οποίο δεν είναι μουσικά κατακριτέο, αλλά εμπορικά.
Όλα τα υπόλοιπα τραγούδια, άκρως ενδιαφέροντα και ενεργητικά, με κάποια από αυτά να εκδηλώνουν την συνάφεια με τις πρώτες, αγνές bluesy δουλειές τις μπάντας και κάποια να εμφανίζουν νεωτερισμούς, όπως για παράδειγμα το λιτό riff του “Dog Eat Dog” το οποίο μου θυμίζει το “Jailbreak” (όχι το AC/DC “Jailbreak” βρε, τωνThin Lizzy...). Νταξ', έτερος ύμνος επίσης, ίσως να υπολείπεται το “Dog...”, αλλά δεν παύει να σου θυμίζει την Rosie (εκεί ο νους σου εσένα, σα δεν ντρέπεσαι πρωινιάτικα...).
Θα έδινα ένα μεγάααλο βραβείο στην τραγουδοποιία του “Hell Ain't A Bad Place To Be”. Αν  είσαι “νέος” στο κουρμπέτι ίσως και να σου ξαναθύμισε μέρος του μεταγενέστερου και σίγουρα δημοφιλέστερου (για τους εμπορικούς λόγους που λέγαμε, και όχι φυσικά λόγω ποιότητας) “Ηoney What Do You Do For Money” που εμφανίστηκε στο τεράστιο “Back In Black”.
(Παρένθεση-όχι άσχετη)
Και με την ευκαιρία, να θίξω ένα σημείο που αφορά όλες τις μπάντες ανεξαρτήτως επιπέδου. Ένας από τους ελάχιστους λόγους να ενισταθείς απέναντι σε ονόματα τέτοιου διαμετρήματος είναι το “Εϊ, μεγάλε! Επαναλαμβάνεσαι”! Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η θεώρηση επεκτείνεται (κατά τη γνώμη μου σε ποσοστό 95%) λανθασμένα στον αμέσως επόμενο συνειρμό “Έχασες την έμπνευσή σου/ κινείσαι εκ του ασφαλούς/ μόνο για τα φράγκα κ.ο.κ.”. Πιθανολογώντας (γιατί αγαπάς τη μουσική επειδή συνταυτίζεσαι και με τους παραγωγούς της και αυτό δεν ανήκει στο πεδίο της Τέχνης, αλλά στο πεδίο της Ανθρωποδυναμικής), ο ίδιος ο Angus θα σου έλεγε “Ε, και τί έγινε;”.

Το Rock/ Heavy εκδηλώνεται με τρείς κυρίως τρόπους: Την πώρωση όταν μιμούμενος τον ερμηνευτή, εκστομίζεις τις κουβέντες που σκέφτεσαι κι εσύ, το air guitar/ bass/ drums/ poulophone/ whatever (“Αν δεν έχεις κάνει air guitar με ξύλινη πιρούνα/ κουτάλα, δεν είσαι μεταλλάς...” - Γιάννης Χατζηγιάννης-bass/ Everflow) και το κοινώς αποκαλούμενο headbanging το οποίο ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΟΡΟΣ. ΕΙΝΑΙ ΗEADBANGING. Από τη στιγμή που συμβαίνουν αυτά τα τρία, δεν νομίζω να υπάρχει έστω και ένας λόγος να μην απολαύσω  οτιδήποτε επειδή μου θυμίζει κάτι, το οποίο ρε διάολε, είναι συναφές (για φαντάσου τι έχεις ακούσει τόσα χρόνια για τους Running Wild. Αλλά όταν σου κάτσει οτιδήποτε στο bar, το κεφάλι σου πάει πάνω-κάτω και δεν πολυσκάς για copy/pastes. Αλλά για να σε προσέξει η μπέμπα την ώρα που χτυπιέσαι, καρασκάς μπαγασάκο...Τέλος Παρένθεσης.)
Το “Hell Ain't A Bad Place To Be” είναι τελικώς αξιομνημόνευτο σε κάθε περίπτωση. Και όχι μόνο για μουσικούς λόγους, αν συνυπολογίσει κανείς ότι ήταν και η πρώτη διατάραξη των σχέσεων με την οργανωμένη θρησκεία (τα γνωστά, δεν κοιτάμε τι κρύβεται από πίσω, σκαλώνουμε σε έναν τίτλο και προπαγανδίζουμε προβατολογικώς. Ούτε καν μπαίνουμε στον κόπο να εξηγήσουμε στον/-ην αθώο/-α νεανία/κορασίδα την πρόκληση ακριβώς αυτής της νεότητάς τους. Κατά τ' άλλα, “έλα να σε σώσω”).
Heavy fakkin' sheet τα “Bad Boy Boogie” και “Go Down” που σε κάνουν να προσμένεις αυτή την κόλαση που σου υπόσχονται, με τους μουσικούς εμφανώς να το γλεντούν, ρέουν και τα δύο αβίαστα, δημιουργώντας καταπληκτικές ατμόσφαιρες, όπως και το “Overdose”, το οποίο δεν σου προσφέρει τίποτα λιγότερο από ότι αφήνει να εννοηθεί ο τίτλος του.
Και φυσικά το εντυπωσιακότερο στοιχείο, προσωπικά σκεπτόμενος. Αυτή η μαγκιά συνολικά των intros των τραγουδιών. Φιλαράκο, δεν θα ακούσεις, ούτε ένα “κανονικό”, “politically correct”, εισαγωγικό θέμα. Ένα “ξινό” ακόρντο για έναρξη, σαν κάποιος να πάτησε το power on στον ενισχυτή. Ο παραγωγός, συνειδητά, αποφεύγει να υποδείξει εδώ. Μπορεί να σε ενοχλήσει η τραχύτητα, αλλά τελικά το επίκεντρο του δίσκου, είναι αυτό. Η ωμότητα και η ξεγνοιασιά. Η κυριολεκτική έννοια του punk, ως έκφραση με νότες και όχι με οργή ανέργων (και φυσικά δεν κρίνεται το κίνητρο, ως διαπίστωση αναφέρεται). Τους ακούς. Τα σπάνε σε κάθε νότα και αυτό το feeling ουδέποτε επανεμφανίστηκε.
Μετά από το “Let There Be Rock”, οι AC/ DC ποτέ δεν κοίταξαν πίσω ως μέγεθος της μουσικής βιομηχανίας και η ιστορία τους είναι λίγο - πολύ γνωστή ακόμη και σε εντελώς επιφανειακούς ακροατές της ηλεκτρικής μουσικής. Δεν νομίζω να αμφιβάλλει κανείς για την θέση τους στην Ιστορία.
Λοιπόν. Να συνοψίσουμε; Αν πληρείς τις προϋποθέσεις τσογλανισμού, αγνότητας συναισθημάτων, ασταμάτητου headbanger, μουσικά ριψοκίνδυνου, γλοιώδη, ασυνείδητου, αστόχαστου και υπέρ άνω όλων, παντελώς βρωμιάρη, rocker, αυτή είναι η παραλία σου. Άραξε, άσε προς στιγμήν τα -γυαλισμένα και στη συνείδησή μου προερχόμενα από άλλη μπάντα-όχι δεν τρελάθηκα. Δύο τραγουδιστές / Δύο μπάντες. Αν είσαι φίλος (και όχι οπαδός), το ξέρεις ήδη αυτό- “Highway To Hell” και Back In Black” και γίνε αλήτης χωρίς ούτε μια στιγμή να παραβείς τις όποιες ηθικές αρχές έχεις.
...And the music was good...And the music was loud....


Ιορδάνης Κιουρτσίδης

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

CHROME DIVISION: “Infernal Rock Eternal”


Παιδί του Shagrath (Dimmu Borgir), οι Chrome Division που επιστρέφουν 3 χρόνια μετά το όμορφο “Third Round Knockout” να μας απασχολήσουν.
Η αγάπη για το metal και το rock n roll συναντιούνται και πάλι στο “Infernal Rock Eternal”. Δεύτερο album με τον Shady Blue στα φωνητικά, να δίνει μια πιο metal άποψη στο εγχείρημα, σε σχέση με τον ροκαμπιλά προκάτοχο του, Eddie Guz και πρώτο με τον μέχρι τούδε κιθαρίστα Ogee στο μπάσο, μετά την αποχώρηση του Luna.
Αλλά ας μπούμε στο ψητό. Αφού ξεκινάει με μια εισαγωγή που θα μπορούσε να είναι ελεγεία κάποιου spaggheti western, μπαίνει το “Endless Nights”, που δείχνει μια έντονη ροπή προς το sleaze. To επόμενο επίσης, sleaze κομμάτι είναι ένα από τα καλύτερα του album. “She's hot tonight” λέγεται και είναι αρκετά καλό για να ακουστεί σε ραδιόφωνα και bar. Έχει βρώμικο riff με σαφείς επιρροές από Motorhead και σε κάνει να θες να τραγουδήσεις. Το επόμενο όμως, “The Absinthe Voyage” είναι επιεικώς χλιαρό και ευτυχώς, ακολουθείται από το καλύτερο του δίσκου, “Lady of Perpetual Sorrow”. Μπαίνει όμορφα και ακουστικά η power ballad του δίσκου, που φτάνει σταδιακά στη μουσική της κλιμάκωση και με τον Shady Blue να είναι εκεί που του ταιριάζει περισσότερο. Το καλογυαλισμένο Anselm-ικό “The moonshine Years” δε μου προσφέρει κάτι συνταρακτικό και έρχεται το βαρύ ροκενρολάδικο “No bet For Free” να μου δώσει αυτό που ψάχνω από αυτό το μουσικό σχήμα. Αλητεία! Το επόμενο “On The Run Again”, με ρίζες στο country-blues με κάνει και πάλι να χαμογελάω και είναι αυτό που μου θυμίζει Potergeist, ώρες ώρες. Motorhead ξανά στο “Mistress in Madness” και ένα πνεύμα Sentenced να αιωρείται, καθώς το “Reaper on The hunt” συνεχίζει το σερί αλητείας. “You're dead now” σαν να το έχω ακούσει χίλιες φορές και πάλι κιθάρες Pantera/ Down στο προσκήνιο. To album κλείνει με το “Ol'” και με αφήνει με αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις.
Ακροβατεί μεταξύ ροκενρόλ αλητείας, AOR κυριλάτζας, sleaze βρώμας και metal-ιάς Pantera/Down, αλλά λείπει η συνοχή του, εκείνη που θα με κάνει να θέλω να το ακούω όλη μέρα. Η παραγωγή διαμαντένια, αλλά ίσως υπερβολική. Αχ, να γύριζαν πίσω στη ροκαμπιλιά τους!


Δημήτρης Μαρσέλος

SILENT FORCE: “Rising From Ashes”

Το 5o άλμπουμ των Γερμανών Silent Force έπιασε τους περισσότερους από εμάς απροετοίμαστους αφού μετά την προ 2 ετών επιστροφή του τραγουδιστή τους DC Cooper στους Royal Hunt, αγνοείτο η τύχη της μπάντας.
Ο ενεργητικότατος όμως Alex Beyrodt (Primal Fear, Sinner, Voodoo Circle) κιθαρίστας και ηγέτης των Silent Force έφερε στις τάξεις τους τον Michael Bormann (Redrum, Powerlord, Zeno, LetterX, The Sygnet, Bloodbound, Charade) ως αντικαταστάτη του Cooper. Το παράδοξο στην υπόθεση είναι πως ο DC ήταν κι αυτός με τη σειρά του κάποτε αντικαταστάτης του Bormann όταν εκείνος έπαιζε με τον Beyrodt στους The Sygnet το 1997. Όταν πήραν τον Cooper ήταν που άλλαξαν και το όνομά τους σε Silent Force.
Όπως ήταν αναμενόμενο αυτή η αλλαγή στην σύνθεση της μπάντας έφερε και μετατόπιση στον ήχο τους προς περισσότερο hard rock και AOR μονοπάτια. Το heavy power του προηγούμενου άλμπουμ “Walk The Earth” (2007) μάλλον μας αποχαιρέτησε ανεπιστρεπτί. Η ποιότητα όμως των κομματιών εξακολουθεί να είναι κορυφαία, απλά διαφορετική στο ύφος.
Μια ακόμη παράμετρος αυτής της αλλαγής πλεύσης αποτελεί και το νέο αίμα που τρέχει στην σύσταση της μπάντας. Από την παλιά σύνθεση έχει απομείνει και ο Andre Hilgers (ντραμς), ενώ οι νεοεπιβιβασθέντες είναι οι Matt Sinner (Primal Fear, Goddess Shiva, Sinner, Voodoo Circle) στο μπάσο και ο Alessandro Del Vecchio (Edge Of Forever, Hardline, Gianluca Ferro, Brunorock, Moonstone Project) στα πλήκτρα.
Η μελωδία είναι πρωταγωνίστρια σε μια δισκάρα που την βάζεις στο repeat και δεν σηκώνεσαι από την πολυθρόνα παρά μόνο για να γεμίσεις το ποτήρι σου ξανά. Ο Bormann με το τεράστιο εύρος φωνής που διαθέτει βάζει όλο του το πάθος στον τρόπο που τραγουδά, ο Beyrodt στις κιθάρες παίζει από νεοκλασικές φόρμες μέχρι blues. Η παραγωγή του Achim Kohler (Primal Fear, At Vance, Krokus) πραγματικά υποδειγματική για το είδος. Κάθε κομμάτι είναι προσεγμένο ιδιαίτερα γι'αυτό και το αποτέλεσμα είναι αυτό που αποκάλεσα παραπάνω “δισκάρα”. Από τις περιπτώσεις που δεν χρειάζονται πολλά σάλια παρά μόνο άμεση αναζήτησή του στα δισκοπωλεία.


Γιάννης Φράγκος

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

EZ LIVIN’: “Firestorm”



Οι EZ LIVIN’ είναι το μουσικό παιδί του Hans Ziller, γνωστού ως του βασικού κιθαρίστα και συνθέτη των Bonfire, των Γερμανών που μας άφησαν δύο έξοχα hair metal (με το ένα πόδι στο Α.Ο.R.) άλμπουμ το ’87 και το ’89 και καμιά δεκαριά άλλα από μέτρια ως αδιάφορα μέχρι και σήμερα.
Το ’91, ο Ζiller, που είχε εκδιωχθεί τον Ιούνιο του ’89 από τους Bonfire (“απόφαση του management”) αφού είχε γράψει τα ¾ του “Point Blank”, έφτιαξε τους ΕΖ LIVIN’ και κυκλοφόρησε το “After The Fire”, ένα καλοδουλεμένο άλμπουμ μελωδικού hard rock το οποίο ατυχώς ακουγόταν δραματικά ετεροχρονισμένο στη χρονιά που έσκασε μύτη το grunge. Μέσα στη λαίλαπα αλλαγής των τάσεων και με την παραδοσιακά κακή διανομή που είχαν τα ευρωπαϊκά hard rock σχήματα με αμερικάνικο ήχο (πλην Leppard), οι ΕΖ LIVIN’ διαλύθηκαν ένα χρόνο μετά το ντεμπούτο τους. Έκτοτε, ο Ziller ξαναβρήκε τον τραγουδιστή των Bonfire, Claus Lessmann, και προχώρησαν το σχήμα παράγοντας μουσική χωρίς υψηλές αξιώσεις, που προκάλεσε αντίστοιχα μικρή αίσθηση στον hard rock χώρο.
Η πορεία του David Reece είχε κατά περίεργο τρόπο αντίστοιχα εντυπωσιακά σκαμπανεβάσματα. Με χαμηλότονη καριέρα πίσω του, τέλη του ’88 επιλέχθηκε (“απόφαση management” κι αυτή) να εξανθρωπίσει τη φωνή μπροστά από τα riff των Accept, σε μια προσπάθεια να ξεχαστεί (εάν ήταν ποτέ δυνατόν) το μπουλντόγκ Udo και να μπει το γκρουπ στην Αμερικάνικη αγορά, σε μια εποχή που ο κάθε πικραμένος με καλό marketing, μία μπαλάντα και επιμελημένη εφαρμογή καμιάς δεκαριάς φιαλών Vidal Sassoon στο μαλλί έκανε χρυσό δίσκο. Αν ακούσει κανείς απροκατάληπτα το “Eat The Heat” του ‘89 πιθανότατα να καταλήξει στο ότι με την πορεία του ο David Reece αδίκησε τον εαυτό του (και τους Accept). Δεν μπόρεσε - όχι ότι ήταν εύκολο- να γεμίσει τα παπούτσια του Udo, κατέφυγε στα σκληρά για ν’ αντέξει, ήταν κι αυτή η κακότυχη περιοδεία το καλοκαίρι του ‘89 στην Αμερική που πήγε άπατη, αντάλλαξε και κάτι μπουκέτα με τον Baltes (πότε βοηθάει να τα σπάσεις με τον “παλιό” του γκρουπ;), εκδιώχθηκε κι αυτός κακήν κακώς (και οι Accept το διέλυσαν). Έφτιαξε όμως τους Bangalore Choir και κυκλοφόρησε το ’92 ένα πολύ δυνατό άλμπουμ, το “On Target” (’92), γεμάτο από κομμάτια που θα έσβηναν πολλούς Winger/Warrant μια τριετία νωρίτερα. Όμως η τροφοδοτούμενη από τα αδηφάγα κοστούμια των δισκογραφικών Cobainoμάνια έσβησε στα nineties πολλούς και πιο ταλαντούχους κι από τον Reece. Κινήθηκε για πάνω από 15χρόνια below the line, χωρίς να πάψει να εμφανίζεται live, πριν ξαναβάλει το 2009 μπροστά τους Bangalore Choir. Με τα άλμπουμ τους (“Cadence” το ‘10 και “Metaphor” το ‘12 – ακούστε και το σχήμα του Tango Down στο δίσκο του ‘12 “Identity Crisis”) επανήλθε στο προσκήνιο παραπάνω από αξιοπρεπώς, τώρα που (εφ)ευρέθηκε η ταμπέλα “melodic rock” για να διαμοιραστεί το αδιάθετο απόθεμα hard & heavy βετεράνων -ιδίως- στις πεινασμένες για καλά τραγούδια γενιές που δεν πρόλαβαν τα 80s σε πρώτο χρόνο. 
Όλο το ιστορικό το θυμηθήκαμε με αφορμή τις πανηγυρικές ανακοινώσεις επιστροφής Ziller/ EZ Livin’ και Reece για τη συνεργασία αυτή. Μαζί τους ο Harry Reischmann, ο ντράμερ των Bonfire, ο Ronnie Parkes (των Tango Down του Reece) στο μπάσο, ο Paul Morris (με θητεία στα νεώτερα σχήματα των Rainbow) στα πλήκτρα και ο Chris Lyne (των Mother Road και Soul Doctor) guest σε κάποιες κιθάρες. Το ενδιαφέρον για το δεύτερο άλμπουμ των EZ Livin’, με τίτλο “Firestorm” μεγάλο.
Και η δήλωση προθέσεων του σχήματος ενθουσιάζει με το “That’s How He Rocks” που ανοίγει το άλμπουμ. Το ανθυποElectric Eye εισαγωγικό ριφ δίνει τη θέση του σε ένα στιβαρό τευτονικό ρυθμό. Ο 55χρονος Ziller βγάζει από μέσα του τον μεταλλά κιθαρίστα που ενθουσιάζει και ο Reece παίζει με κλειστά μάτια, φτάνει ψηλά, ακούγεται άνετος και τον φαντάζεσαι να κυριαρχεί στη σκηνή των club της Ευρώπης στην προαναγγελθείσα περιοδεία.
Όμως η συνέχεια δεν είναι ανάλογη. Τα “White Lightning”, “Fly Away” και “Damage Is Done” ακούγονται τετριμμένα, με ικανοποιητική βέβαια κιθάρα από τον Ziller και την δέουσα υποστήριξη από τον Reece, η φωνή του οποίου βρίσκει το χώρο να δείξει ένα μέρος των ικανοτήτων του (χωρίς το ιδιαίτερο πάθος των Bangalore είναι η αλήθεια). H διασκευή του “Easy Livin'” των Heep, αργή με παχύ ήχο hammond σαν χαλί, στέκεται, αλλά κάπου εκεί έρχεται η ομολογία ότι η όποια έμπνευση εξέπνευσε. Το “Into The Night” πάει να ξυπνήσει λίγο τα αίματα με τον διμπλομποτικό του καλπασμό, αλλά λίγα πράγματα. “Firestorm”; Εντάξει, δεν πάθαμε και εγκαύματα. Και το “hard” εξώφυλλο, λίγο επιτηδευμένο.
Δυστυχώς, η συνεύρεση Ziller/Reece είναι ένα κάποια σκαλιά κατώτερη του αναμενομένου, ιδίως του αναμενομένου από τον Reece. Δεν είναι τυχαίο ότι τα δύο καλύτερα κομμάτια του lp είναι (α) το δεύτερο κατά σειρά, “Loaded Gun”, που στην πραγματικότητα είναι μια επανεκτέλεση απ’ το πρώτο άλμπουμ των Bangalore Choir 22 χρόνια πίσω (φανερά υποδεέστερη απ’ την πρωτότυπη). Παρά ταύτα, με τα πλήκτρα και το εξωστεφές ρεφρέν του γέρνει τη ζυγαριά προς το “αμερικάνικο-good times roll-φέρτε πίσω το ‘87” κλίμα και προσωρινά σε ξεγελά ότι μπορείς να έχεις κάποιες προσδοκίες από το άλμπουμ και (β) το “Too Late”, μια μεταλλικότερη επανεκτέλεση του “Too Late For Paradise” του πρώτου άλμπουμ των EZ Livin’ από το ’91 (χωρίς τα πολλά δεύτερα φωνητικά).
To επίπεδο στο οποίο κινείται το “Firestorm”, χωρίς να είναι απογοητευτικό (για τους “melodic rockers” ο ήχος αυτός είναι ένα καλοδεχούμενο στάνταρ [“meat & potatoes”, όπως λέγεται]), θυμίζει έντονα για ποιό λόγο οι Bonfire, μετά τα “Fireworks” (’87) και “Point Blank” (’89) δεν τα κατάφεραν. Ενώ η εκτελεστική τους ικανότητα είναι σχεδόν πρώτης γραμμής, τα κομμάτια δεν έχουν κάτι εξαιρετικό ώστε να ξεχωρίσουν. Όταν τους ανέλαβαν παραγωγοί - ονόματα (βλ. Michael Wagener) και κατά παραγγελίαν (“εξωτερικοί”) συνθέτες (λ.χ. Jack Ponti στο “Hard On Me”, Desmond Child στο “The Price Of Loving You” και τα δύο από το Point Blank του ’89), το φινίρισμα ήταν κοντά στο πρωτοκλασάτο. Χωρίς την δεξιοτεχνία τέτοιων ονομάτων, το αποτέλεσμα διαθέτει βέβαια κάποιο στάνταρ ποιότητας αλλά κατά βάση είναι η πεζή τραγουδοποιΐα των περισσότερων Γερμανικών hard rock σχημάτων (όσοι θυμούνται ονόματα όπως οι Axxis, Steeler, Bonfire, Victory, Sinner, Paganini πιάνουν το νόημα), με λίγες εξάρσεις, που δεν είναι αρκετές. Δεν είναι όλοι Scorpions της περιόδου ‘82-‘84.
H επερχόμενη περιοδεία των ΕΖ Livin’ τον Απρίλιο υπόσχεται ότι θα έχει πέρα από τα “παλιά” κομμάτια του ντεμπούτου του ‘91 και “κομμάτια των Bonfire αλλά και των Accept”. Υποθέτω ότι στην εύκρατη οικονομικά ζώνη της Ευρώπης, όταν οι concert goers θα δουν το γκρουπ, στα -μόνον 5 στην ουσία καινούρια- κομμάτια του “Firestorm” θα κάνουν την ουρά στο μπαρ, περιμένοντας ν’ ακούσουν το “Die 4 For Rock”, το “Sweet Obsession” ή κανένα “Balls to The Wall”. 


Παναγιώτης Παπαϊωάννου

TRANSATLANTIC: “Kaleidoscope”


Αν και οι συστάσεις περιττεύουν, ας θυμηθούμε επί τροχάδην ποίοι είναι οι Transatlantic
Το 2000, οι κύριοι Neal Morse (solo, Flying Colors, ex- Spock’s Beard), Roine Stolt (The Flower Kings, The Tangent), Pete Trewavas (Marillion, Kino) και Mike Portnoy (ex- Dream Theater, και με συμμετοχές σε δεκάδες άλλες μπάντες), βγάζουν το “SMPTe”, ένα progressive όργιο, το οποίο ναι μεν δεν ενθουσίασε μακροπρόθεσμα, αλλά άφησε το δικό του στίγμα σε μια διαρκώς αναπτυσσόμενη prog σκηνή.
Ακολούθησε το σαφώς καλύτερο “Bridge Across Forever” το 2001 και το “The Whirlwind” το 2009. Ενδιάμεσα των studio album μεσολαβούσαν live δίσκοι, οι οποίοι ήταν ουσιαστικά αχρείαστοι, αλλά τέλος πάντων…
Το τέταρτο πόνημα του supergroup ακούει στο όνομα “Kaleidoscope” και συνεχίζει εν μέρει τη ρότα του “The Whirlwind”, με τις Beatlικές μελωδικές φόρμες και την καθόλα “ταξίδι πίσω στο χρόνο” διάθεση.
Πέντε συνθέσεις, συνολικής διάρκειας 75 λεπτών, για ένα χορταστικό από κάθε άποψη δίσκο. Και άμα δε σου φτάνουν αυτά, τσέκαρε τη limited έκδοση με διασκευές σε σχήματα όπως Yes (η κυριότερη επιρροή του σχήματος), Electric Light Orchestra, King Crimson, Elton John κ.α.
Όσοι δεν έχετε επαφή με το group, ίσως σας ξενίσει η μεγάλη διάρκεια των κομματιών, με το εναρκτήριο κομμάτι να ξεπερνάει τα 25 λεπτά, και το τελευταίο να αγγίζει τα 32, αλλά άπαξ και έχετε ασχοληθεί με μπάντες τύπου Yes, Eloy και King Crimson, δε θα έχετε κανένα πρόβλημα.
Άλλωστε, κακά τα ψέματα, οι Transatlantic ουδέποτε απευθύνονταν στον μέσο prog ακροατή που οι γνώσεις του έφταναν μονάχα ως τους Rush και τους Dream Theater. Το κουαρτέτο είχε ως σκοπό να αναβιώσει το progressive των ‘70s, εξ ου και τα πάντα μακροσκελή τραγούδια, οι “φλυαρίες” και οι αυτοσχεδιασμοί. Και το αποτέλεσμα είναι πάντα εντυπωσιακό, μιας και από πλευράς τεχνικής κατάρτισης, κάθε πόνημα της μπάντας ακουμπάει ταβάνι.
Το “Kaleidoscope” είναι ένα όμορφο album, κατ’ εμέ καλύτερο από το “The Whirlwind”, που ναι μεν δε διαφοροποιεί τον ήχο των Transatlantic, αλλά τον κρατάει σε υψηλά επίπεδα. Λογικά θα ακολουθήσει και η ανάλογη live κυκλοφορία, καθότι supergroup, άρα και “μαγαζί”.


Στέφανος Στεφανόπουλος

JAMES LABRIE: “I Will Not Break”


Στον απόηχο του πολύ καλού “Impermanent Resonance” που κυκλοφόρησε πέρυσι, ο χαρισματικός frontman των Dream Theater επανέρχεται με ένα EP συνολικής διάρκειας 38 λεπτών.
Το “I Will Not Break” EP λειτουργεί περισσότερο ως υπενθύμιση του πρόσφατου album του Labrie, το οποίο πέρασε στα “ψιλά”, πιθανότατα επειδή λίγο καιρό μετά βγήκε και η νέα δουλειά των Dream Theater.
Το ομώνυμο κομμάτι του EP το συναντήσαμε αυτούσιο στο “Impermanent Resonance”, ενώ τα “Unraveling” και “Why” αποτελούσαν τα bonus tracks της limited edition του εν λόγω δίσκου, και ειδικά το δεύτερο είναι πολύ καλό για να μη βρίσκεται και στην απλή έκδοση.
Το Alternate Mix του“Coming Home” πάρθηκε από την Ιαπωνική έκδοση του “Static Impulse”, όπου συναντάται και η αυθεντική εκτέλεση του κομματιού. Τα “Jekyll or Hyde” και “Just Watch Me” (τα οποία ακούσαμε πάλι στο “Static Impulse”) συναντώνται εδώ στη demo τους μορφή, ενώ η ουσιαστική έκπληξη του EP βρίσκεται στα τρία τελευταία κομμάτια, όπου τα “I Tried”, “Over the Edge” και “Euphoric” (ναι, και αυτά από το “Static Impulse”) παρουσιάζονται σε remix με electro/ dup step ήχο. Πολύ ενδιαφέρουσα κίνηση, αν και είναι βέβαιο πως θα ξενίσει το μέσο μεταλλά ακροατή.
Μια κυκλοφορία γεμάτο καλούδια λοιπόν, που φέρνει ξανά στην επιφάνεια τον James Labrie, που συνεχίζει να εκπλήσσει με τις solo του δουλειές.


Στέφανος Στεφανόπουλος

RED DRAGON CARTEL: “Red Dragon Cartel”



Για όσους έζησαν σε πρώτο χρόνο την αγωνία “αν ο καινούριος κιθαρίστας του Ozzy είναι καλός”, μεταξύ ’84 και ’85 και για όλους όσους το “Ultimate Sin” είναι η ένοχη απόλαυσή τους μέσα από τη δισκογραφία του τρελλάρα, η δισκογραφική επιστροφή του Jake E. Lee συγκρίνεται με το απρόσμενο συναπάντημα μετά από δεκαετίες με έναν φίλο απ’το σχολείο, μεγαλύτερο μερικά χρόνια. Χαίρεσαι, θυμάσαι και θέλεις να δεις αν ακόμη διατηρεί κάτι από τη μαγκιά, τον αυθορμητισμό και τη μοναδικότητά του.
Ο με ιαπωνικές ρίζες guitar hero μετά την διάλυση των Badlands και ένα προσωπικό instrumental album (1996) επέλεξε εν πολλοίς να αποτραβηχτεί από τη δισκογραφία, δηλώνοντας ότι προτιμά να να ανεβαίνει στη σκηνή όταν γουστάρει και όχι “να συναλλάσσεται με σκοτεινούς promoters και να παίζει 750 φορές το χρόνο το “Bark At The Moon”...”.
Για ένα λόγο παραπάνω λοιπόν, το άλμπουμ – επιστροφή καλείται να αποδείξει αν αυτή η επιλογή ήταν προϊόν συνείδησης, στερέματος έμπνευσης ή “τεμπελιάς” (όπως τον κατηγορούσε ο μακαρίτης ο Ray Gillen). Από το πρώτο riff του “Deceived” (ένα ημαίαιμο αγριεμένο κουταβάκι του “Bark At The Moon”), η απορία ξεκαθαρίζει, καθώς o Lee μας υπενθυμίζει ότι αυτός ήταν ο ιθύνων νους μερικών από τα πιο χορταστικά κιθαριστικά άλμπουμ του παρελθόντος. Κάθε φορά που μπαίνει το σόλο καταλαβαίνεις ότι έχει επιστρέψει για να πιλατέψει την εξάχορδη με όρεξη.
Ο Kevin Churko, ηχολήπτης/ παραγωγός που πήρε τη σκυτάλη από τον Roy Z των ‘90s στο να πειράζει ελάχιστα το “κλασσικό”, φέρνοντας όμως τον σκληρό ήχο κοντά στα γούστα των νεώτερων, δείχνει να κάνει τακτικές δεήσεις στο εικόνισμα του Rick Rubin, πείθοντας ότι θα δούμε μεγάλα πράγματα απ΄αυτόν στη συνέχεια. Καθαρός και ζωντανός ήχος, χαρακτηριστικό το groovαριστό το “Shout It Out” (στο σόλο ο Lee δεν κρατιέται).
Η πλειάδα των guest ξεκινά με τον Robin Zander (Cheap Trick) που δίνει σαρδόνια Ozzy χροιά στο πραγματικά εμπνευσμένο “Feeder” (με τον Lee να ξεδιπλώνει παλέτα από μελωδίες). Απόηχοι  “Winter’s Call” και “So Tired” στο “Fall From The Sky”, ευπρόσδεκτη headbanging έφοδος από το “Wasted” με τον πιο λιωμένο που θα μπορούσε να ερμηνεύσει… τον Paul Di’ Anno στα φωνητικά (!). Το “Slave” έχει ένα δρεπανηφόρο riff, παθιασμένα, ουρανομήκη φωνητικά και ευφυή περάσματα. Δύσκολο να πιστέψεις ότι ο 57χρονος Lee επιδεικνύει τέτοια metal chops.
Όπου δεν υπάρχει guest, στα φωνητικά είναι ο άγγλος -αγνώστων λοιπών στοιχείων- D.J. Smith, που επιλέχθηκε από ειδική σελίδα του… facebook. Ανταπεξέρχεται πολύ καλά στις υψίφωνες απαιτήσεις του άλμπουμ (αν και το πρώτο live του το Δεκέμβρη δεν ήταν καλό). Το “Big Mouth” είναι ένας γκοτζίλα - άσκηση στον μπασαριστό ήχο των μετα90s νεομεταλλικών σχημάτων, με το ανερχόμενο αστέρι Maria Brink των In this Moment στα φωνητικά και το “War Machine” (εισαγωγή “War Pigs” και riff - κόπια του “N.I.B.”) κοιτάει κι αυτό προς το 90s κοινό.
Στο “Redeem Me”, η ροκ φωνάρα της 50άρας Καναδής Sass Jordan αγκαλιάζει με Joplinική εγκαρδιότητα μια Zeppelinική βαβούρα, ενώ και πάλι η κιθάρα την καταβρίσκει, γεμίζοντας με φράσεις το κομμάτι. Το “Exquisite Tenderness” είναι μια instrumental coda με πλήκτρα (από κλασσικές σπουδές ξεκίνησε ο Lee), για να μας διαβεβαιώσει ότι τον δίσκο – επιστροφή του τον γουστάρει πρώτα απ΄όλα ο ίδιος ο Jake E. Lee.
Ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ πώς γίνεται να μην ενθουσιάσει τους πάντες μια τέτοια επιστροφή.


Παναγιώτης Παπαϊωάννου

WHITESNAKE: “Come an’ Get It”



To 1981 αποτέλεσε μια πολύ σημαντική χρονιά για την ανθρωπότητα, για τους εξής δύο αξιομνημόνευτους λόγους.
Για κάτι τέτοια σημαντικά γεγονότα η στήλη “ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ” έχει γίνει το best seller, όλων των media διαχρονικά... Έντυπων, ηλεκτρονικών, ραδιοφώνου και τηλεόρασης. Ο ένας λόγος είναι η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το οποίο εκ των υστέρων αποδείχτηκε πως κατάφερε να δημιουργήσει, το μοντέλο διακυβέρνησης πάνω στο οποίο χτίστηκε όλος ο σύγχρονη δυτική καπιταλιστική κουλτούρα… Ρεμούλα, διαφθορά, τεμπελιά, πολλά λεφτά-καθόλου δουλειά, πολλά στους λίγους, καθόλου στους πολλούς και έθνικ κιτσαρία τύπου Ρίτας Σακελλαρίου. Ο παρακμιακός καπιταλισμός με το σοσιαλιστρικό περιτύλιγμα σε όλο του το μεγαλείο.
Ο άλλος σημαντικός λόγος υπήρξε η δημιουργία εκ μέρους του μεγαλύτερου και αξεπέραστου καψούρη της ροκ του ΘΕΟΥ David Coverdale and CO…, του εκπληκτικού “Come an’ Get It”!
Οι Deep Purple έχουν τελειώσει προ καιρού (πριν επανασυνδεθούν, ξανά και ξανά), ο “ξινός” Ian Gillan βγάζει το ψωμί του, βρίζοντας τον ΘΕΟ της μουσικής και της εκκεντρικής τελειότητας Ritchie Blackmore, ο οποίος μεγαλουργεί με τους Rainbow και η ΦΩΝΑΡΑ που τον αντικατέστησε στους Purple, η ΑΜ David Coverdale, έχει φτιάξει τους Whitesnake, οι οποίοι το έχουν γυρίσει στο Blues rock...
Το “Come an’ Get It” είναι το τέταρτο άλμπουμ του Λευκού Φιδιού και περιέχει μια σειρά από κλασικά τραγούδια, των οποίων η αξία αποδείχτηκε μέσα στο χρόνο, αφού ορισμένα απ’ αυτά τα παίζουν ακόμα και σήμερα στις συναυλίες τους, ακούγονται σε όλα τα ραδιόφωνα και club του πλανήτη. Για την ακρίβεια όποιος rock dj σέβεται τον εαυτό του, δεν υπάρχει περίπτωση να μην παίξει τραγούδια όπως το ομώνυμο, το “Don’t Break my heart again”, “To Lonely Days, Lonely Nights”, “Child of Babylon”, “Would i Lie for you” και “Hit An’ Run”. Τραγουδάρες σαν αυτές αποτελούν την διαχρονική επιβεβαίωση ότι το ροκ μπορεί να διεγείρει όλες τις αισθήσεις… Μπορείς μαζί τους να ταξιδέψεις, να τραγουδήσεις, να χορέψεις… Μα πάνω απ’ όλα μπορείς να κάνεις το καλύτερο ΣΕΞ!
Αντικειμενικά οι Whitesnake διαχρονικά υπήρξαν η μουσική υπόκρουση της φιλοσοφίας του ΣΕΞΙΣΜΟΥ! Whitesnake=ΣΕΞ… Σε όλες του τις μορφές… Μην με ρωτάτε για στίχους… Όλα στη ζωή είναι έρωτας! Τα πάντα γίνονται για τον έρωτα! Και ο Coverdale ανέκαθεν αποτίει ΣΠΟΝΔΕΣ και ΧΟΕΣ στους ΘΕΟΥΣ του ΣΕΞ! Και αν ο David είναι οι Whitesnake, εντούτοις δεν πρέπει να παραλείψω πως στο συγκεκριμένο άλμπουμ παίζουν μουσικοί ΘΡΥΛΟΙ, όπως Jon Lord, Ian Paice και Neil Murray!
Ξεχωρίζω το άκρως υποτιμημένο κιθαριστικό δίδυμο των Micky Moody και Bernie Marsden, ο ήχος των οποίων αποτελεί το σήμα κατατεθέν των παλιών καλών, εγώ θα έλεγα original Whitesnake… Μπορεί ο David Coverdale να είχε την τύχη και την ικανότητα να επιλέγει τους καλύτερους για κιθαρίστες για το προσωπικό του project, που κατάφερε να το αναδείξει διαχρονικά ως μια από τις καλύτερες hard rock μπάντες όλων των εποχών... Κιθαρίστες ΘΡΥΛΟΙ όπως ο Sykes (κυρίως αυτός) και ο Steve Vai, ταλεντάρες όπως ο Doug Aldrich και ο Reb Beach ακόμα και ο Adrian Vandenberg, έδωσαν πολλά… Whitesnake όμως μετά τον David Coverdale δικαιούνται να δηλώνουν ΜΟΝΟ ο Micky Moody και ο Bernie Marsden!

Αριστοτέλης Βασιλάκης
Υ.Γ:Η κριτική είναι αφιερωμένη στην φίλη μου την ΧΡΙΣΤΙΝΑ

THE MATRIX RELOADED


Στον απόηχο του εκπληκτικού The Matrix, έρχεται το The Matrix Reloaded, τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη ταινία, και για μία ακόμη φορά, η sci fi κοινότητα έχει κάθε λόγο να τρίβει τα χεράκια της.
Το δεύτερο μέρος της τριλογίας, μπορεί να μην εντυπωσίασε σεναριακά, μιας και αυτό ήταν δουλειά του πρώτου μέρους, παρόλα αυτά εμπεριέχει μια από τις καλύτερες σκηνές μάχης που έχουν ποτέ υπάρξει (αν αναρωτιέσαι ποια είναι, μάλλον χρειάζεται να ξαναδείς την ταινία).
Ακολουθώντας την ίδια μουσική ρότα με το The Matrix, το Reloaded πάλι φέρει ένα τσούρμο γνωστών καλλιτεχνών για να ντύσει ηχητικά το film, μόνο που αυτή τη φορά έρχεται σε μορφή διπλού CD, προκειμένου να διαχωρίσει τις rock μπάντες (και τις συμμετοχές τους με ήδη υπάρχοντα κομμάτια), με την ορχηστρική μουσική επένδυση της ταινίας δια χειρός Don Davis, Juno Reactor και Rob Dougan.
Τουτέστιν, το πρώτο CD αποτελείται από σχήματα της rock και ηλεκτρονικής σκηνής και δρα ως συλλογή τραγουδιών (όπως στο soundtrack της πρώτης ταινίας), ενώ το δεύτερο φιλοξενεί τις instrumental συνθέσεις που κατά κύριο λόγο “ντύνουν” τις σκηνές του The Matrix Reloaded.
Αν και κάπως αναμενόμενες οι συμμετοχές εν τέλει, το αποτέλεσμα είναι σίγουρα αξιόλογο και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το OST του πρώτου The Matrix, συνεχίζοντας στο ίδιο ηχητικό μοτίβο, παρότι σε σύνολο το album είναι λιγότερο heavy.
Κρίμα που το τρίτο μέρος της τριλογίας (The Matrix Revolutions) δε συντροφεύθηκε από κάποιο ανάλογο soundtrack, κυκλοφορώντας μια καθόλα πιο συμβατική επιλογή με ορχηστρικά κομμάτια, κατάλληλα για την ταινία μεν, αλλά όχι για τους λάτρεις των δύο προηγούμενων. Εν ολίγοις, σκεφτείτε το δεύτερο CD του Reloaded σε extended version (16 συνθέσεις).
For the record, οι Andy και Lana (πρώην Larry) Wachowski, ύστερα από την τεράστια εμπορική επιτυχία της τριλογίας του Matrix, επιδόθηκαν σε φανταχτερές, από πλευράς εφέ, ταινίες, οι οποίες δεν κατάφεραν να φτάσουν τις δημιουργίες της περιόδου 1999-2003. Για την ακρίβεια, το The Invasion (2007) ήταν απλά καλό, το Speed Racer (2008) απογοητευτικό, ενώ η μεταφορά της νουβέλας του David Mitchell, Cloud Atlas, στη μεγάλη οθόνη το 2012 περισσότερο δίχασε, παρά ενθουσίασε. Μοναδική εξαίρεση το V for Vendetta του 2006 που αποτελεί μια τίμια μεταφορά του ομώνυμου graphic novel του Alan Moore.
Tracklist:
CD I
01. "Session"- Linkin Park
02. "This Is the New Shit"- Marilyn Manson
03. "Reload"- Rob Zombie – 4:25
04. "Furious Angels"- Rob Dougan
05. "Lucky You"- Deftones
06. "The Passportal"- Team Sleep
07. "Sleeping Awake"- P.O.D.
08. "Bruises"- Ünloco
09. "Calm Like a Bomb"- Rage Against the Machine –
10. "Dread Rock"- Oakenfold
11. "Zion"- Fluke
12. "When the World Ends (Oakenfold Remix)"- Dave Matthews Band

CD II
01. "Main Title"- Don Davis
02. "Trinity Dream"- Don Davis –
03. "Teahouse"- Juno Reactor featuring Gocoo
04. "Chateau"- Rob Dougan
05. "Mona Lisa Overdrive"- Juno Reactor/Don Davis
06. "Burly Brawl"- Juno Reactor vs. Don Davis
07. "Matrix Reloaded Suite"- Don Davis 




Στέφανος Στεφανόπουλος

Συνέντευξη με τους BLUE OYSTER CULT


Ο Eric Bloom και ο Buck Dharma θα παρουσιάσουν το εξαιρετικό show των θρυλικών Blue Oyster Cult στην χώρα μας, ύστερα από μια τρομερή καριέρα τεσσάρων δεκαετιών. Με τον ενθουσιασμό να μας διακατέχει δεν μπορούσαμε παρά να επικοινωνήσουμε με τον Buck Dharma ή αλλιώς Donald Roeser, το μοναδικό ιδρυτικό μέλος του group που παρέμεινε στις τάξεις του από την αρχή μέχρι και σήμερα.

Πως σου φαίνεται το γεγονός ότι ξεκινήσατε πριν από 42 χρόνια;
Τέσσερις δεκαετίες απλά πέρασαν και πέταξαν, όλα μοιάζουν να συνέβησαν μόλις χθες.

Πριν ένα χρόνο κυκλοφορήσατε το “The Complete Columbia Albums Collection” box set. Πιστεύεις ότι μπορεί ένα πακέτο με την ιστορία σας μπορεί να αγγίξει νέο κοινό ή αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στους επί χρόνια οπαδούς σας;
Το box set αυτό ήταν μια λογική κίνηση από την στιγμή που θέλαμε να συγκεντρώσουμε τις δισκογραφικές μας κυκλοφορίες υπό το όνομα της Columbia Records. Η εταιρεία μάλιστα έκανε πολύ καλή δουλειά με αυτό. Πιθανότατα μιλάμε για την τελευταία κυκλοφορία τέτοιου τύπου από τους Blue Oyster Cult μιας και βρισκόμαστε εν μέσω μιας εποχής ψηφιακών downloads και streaming. Το πακέτο απευθύνεται φυσικά σε οπαδούς μας, παλιούς και νέους, οι οποίοι “ήρθαν” κοντά στην μουσική μας από διάφορες άλλες πηγές.


Έχουμε ελπίδες να ακούσουμε ένα εντελώς νέο album από τους Blue Oyster Cult;
Ένα νέο Blue Oyster Cult project είναι πάρα πολύ πιθανό αυτήν την στιγμή, ενώ μπορεί να φτιάξουμε και έναν ακουστικό δίσκο, καθώς βέβαια και ένα full ηλεκτρικό album. Αυτή την στιγμή όμως δεν μπορούμε να δώσουμε καμία ουσιώδης υπόσχεση.

Πάντα αντιμετωπίζατε τα κομμάτια σας σαν αυτοτελείς ιστορίες. Είναι ένα από τα standards για την δουλειά σας αυτό;
Φυσικά, πάντα θέλαμε να λέμε διαφορετικές ιστορίες μέσα από κάθε ένα από τα τραγούδια μας. Αυτό προτιμούσαμε πάντα από το να συμβιβαζόμαστε με απλά θέματα που θα ταίριαζαν στο όλο και νεότερο κοινό μας ανά τα έτη. Είναι απλά το στυλ μας.


Ανέκαθεν δείχνατε περισσότερο ευχαριστημένοι στον “δρόμο” παρά στο studio. Πιστεύεις ότι αποτελείτε μια περισσότερο live μπάντα από οτιδήποτε άλλο;
Νομίζω πως το να παίζουμε μουσική “ζωντανά” αναδεικνύει μια εντελώς διαφορετική ικανότητα μας. Στο studio δουλεύεις ένα τραγούδι για μεταγενέστερη απήχηση και αποτελεσματικότητα απάνω σου, κι έτσι το κάθε κομμάτι είναι το κυρίαρχο του ενδιαφέροντος και της όλης υπόθεσης. Στα live, το κάθε κομμάτι είναι έτοιμο, η συγκέντρωση είναι στην επίδοση μας  ως μουσικοί. Υπάρχει πλάτος και αυτοσχεδιασμός στην δομή τους. Διασκεδάζουμε να διαφοροποιούμε τις εκάστοτε λεπτομέρειες που “χτίζουν” τα τραγούδια σε κάθε μας εμφάνιση.

Είσαι έτοιμος για την επίσκεψη σας στην Ελλάδα;
Το 2014 βρίσκει τους Blue Oyster Cult σε εντυπωσιακά δυνατή μουσική κατάσταση από άποψη ενέργειας και ικανότητας. Αυτά θα φέρουμε και εκεί σύντομα. Είμαστε κατευχαριστημένοι που θα παίξουμε για όλους σας.


Πως βλέπεις μεγάλες rock προσωπικότητες, σαν τον “δικό σας” Allen Lanier, να φεύγουν κατά καιρούς από την ζωή;
Είμαστε σίγουρα δυστυχισμένοι για τον Allen. Βλέπουμε μεγάλες διασημότητες από την δική μας εποχή να φεύγουν όλο και περισσότερο. Είμαστε απλά ευγνώμονες που είμαστε υγιείς, γνωρίζουμε άλλωστε πως είμαστε απλοί θνητοί, και γι’ αυτό ζούμε την ζωή που μας έχει δοθεί όσο το δυνατόν περισσότερο.

Πως σου φαίνεται η πορεία της διεθνούς μουσικής σκηνής μετά από μια τέτοια καριέρα;
Είμαι χαρούμενος και υπερήφανος που οι Blue Oyster Cult προέκυψαν την εποχή που το έκαναν, ήταν μια πολύ καλή εποχή για την μουσική αλλά και για την ζωή γενικότερα. Σέβομαι απεριόριστα ένα μεγάλο κομμάτι της σημερινής μουσικής, η δουλειά όμως έχει αλλάξει. Θα ήμουν σε πολύ αμήχανη θέση αν βρισκόμουν σ’ αυτή των σημερινών pop stars. Τα πράγματα που παίζουν τον μεγαλύτερο ρόλο είναι η εικόνα, τα τεχνάσματα και η περιστασιακή μουσική. Δεν είναι για ‘μένα αυτά, ποτέ δεν ήταν.

Θέλεις να προσθέσεις κάτι;
Δεν έχω κάτι σε αυτό το σημείο. Ανυπομονώ για το ταξίδι μας στην Ελλάδα.


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...